Το θέμα των φαρμακείων.

Τον τελευταίο καιρό συζητείται το ‘άνοιγμα’ των κλειστών επαγγελμάτων. Οι ‘φασαρία’ που έχει προκαλέσει η επαναλαμβανόμενη απεργιακή κινητοποίηση των μεταφορεών, ιδιοκτητών φορτηγών δημοσίας χρήσης και λοιπών επαγγελματιών/επιχειρηματιών του κλάδου μπορεί να έχει, στο μυαλό των περισσοτέρων, ταυτίσει το ‘άνοιγμα’ των κλειστών επαγγελμάτων με αυτήν την κοινωνική/οικονομική ομάδα, όμως τα επαγγέλματα είναι πολλά και ποικίλα και οι κοινωνικές ανάγκες που καλύπτουν εξίσου διαφορετικές.
Ένα από αυτά τα επαγγέλματα είναι οι φαρμακοποιοί. Επέλεξα να γράψω για τους φαρμακοποιούς, αφ’ενός επειδή έχω αρκετούς συγγενείς και φίλους που ιστορικά βρίσκονται στον χώρο και θεωρώ πως γνωρίζω, περισσότερο ίσως από τον μέσο όρο, τις ιδιαιτερότητες του κλάδου, αλλά και επειδή — παρ’ότι συμφωνώ απολύτως με την απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων και θεωρώ πως η Ελλάδα έχει ήδη αργήσει πολύ — θαρρώ πως η απελευθέρωση των επαγγελμάτων δεν είναι σε καμία περίπτωση μια μονοσήμαντη διαδικασία, πως το κάθε επάγγελμα έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και η όποια κανονιστική ρύθμιση πραγματώνει την απελευθέρωση του οφείλει να τις λάβει υπόψη της (κάτι που σίγουρα εν διαμέσω κρίσης και πανικού δεν πραγματοποιείται στην Ελλάδα του 2010).
Διάβασα στην Καθημερινή το άρθρο ‘Οι τιμές των φαρμάκων‘ του Στέφανου Μάνου. Σε αυτό παραθέτει την συζήτησή του (και τον παραλογισμό) ενός φοιτητή της Φαρμακευτικής, του οποίου η οικογένεια έχει φαρμακείο και πρόκεται να ‘θιχτεί’ από την απελευθέρωση, ως εισαγωγή σε ένα, ως επι το πλείστον αφελές, κείμενο που αντιπαραθέτει ως παράδειγμα προς μίμηση τα περιθώρια κέρδους των φαρμακείων στην Σουηδία. Και παρ’ότι τα παραδείγματα του κ. Μάνου είναι ενδιαφέροντα και εικάζω πως είναι ειλικρινής και πιστεύει αυτά που γράφει, φαίνεται να αγνοεί τι ακριβώς συνεπάγεται το επαγγέλμα των φαρμακοποιών, η αγορά του φαρμάκου, ο τρόπος που δουλεύουν και τι σημαίνει η απελευθέρωσή του.

Τα φαρμακεια σημερα

Με το υπάρχον σύστημα, τα φαρμακεία είναι περιορισμένα ως προς τον τόπο στον οποίο μπορούν να ανοίξουν, βάσει του πληθυσμού του κάθε τόπου αλλά και βάσει της παλαιότητος του φαρμακείου — αυτός πρακτικά είναι ένας τρόπος να εξυπηρετηθούν οι παλαιοί φαρμακοποιοί που σήμερα μπορούν να μεταφέρουν το φαρμακείο τους πρακτικά όπου θέλουν ανά πάσα στιγμή μετά από κάποια χρόνια λειτουργίας. Με αυτόν τον τρόπο πριν ‘πουλήσουν’ την άδειά τους (με σημαντικό κέρδος) μεταφέρουν το φαρμακείο σε ένα πολύ καλό σημείο και το πουλούν ακριβότερα. Αυτή η νομοθετική ρύθμιση καθιστά το φαρμακείο ‘κλειστό’ επάγγελμα, δηλαδή επιβάλλει την ‘αγορά’ μιας υπάρχουσας άδειας από έναν νέο φαρμακοποιό που επιθυμεί να ανοίξει φαρμακείο, καθώς νέες άδειες δεν εκδίδονται (παρά μόνον υπό προϋποθέσεις: βλ. γεωγραφικοί, πληθυσμιακοί περιορισμοί κλπ). Φυσικά κάτι τέτοιο είναι άδικο και καθιστά την απόκτηση άδειας δύσκολη υπόθεση για όσους δεν έχουν τα μεγάλα ποσά που εδώ και χρόνια απαιτούνται για την αγορά τους.

Ελάχιστα αναφέρει αυτόν τον περιορισμό όμως ο Στέφανος Μάνος στο άρθρο του. Αντί αυτού καταπιάνεται με τις τιμές των φαρμάκων: οι τιμές χονδρικής επιδέχονται ένα — αγορανομικά ορισμένο — ποσοστό κέρδους για τον φαρμακοποιό το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 30-35% — φυσικά από αυτό το ποσοστό πρέπει να αφαιρεθεί η φορολογική συνεισφορά, τα κόστη λειτουργίας του φαρμακείου κ.ο.κ. κάτι που ρίχνει το πραγματικό κέρδος για τον φαρμακοποιό συχνά κάτω από το 20%.
Ο Στέφανος Μάνος γράφει πως στην Σουηδία τα φάρμακα έχουν κυμαινόμενο περιθώριο κέρδους με τα ακριβότερα φάρμακα να έχουν πολύ μικρότερο κέρδος (στην ακραία περίπτωση κοντά στο 1-2%) για τον φαρμακοποιό απ’ότι τα φθηνότερα. Στα ‘φθηνά’ φάρμακα, όπως π.χ. αυτά κάτω των €7, το περιθώριο κέρδους για τον φαρμακοποιό στην Σουηδία είναι τρομακτικά μεγαλύτερο απ’ότι το 35% στην Ελλάδα ενώ καθώς αυξάνονται οι τιμές αυτό αντιστρέφεται· αυτό που δεν περιγράφει επακριβώς ο κ. Μάνος όμως, είναι πρώτον πως η χονδρική τιμή των φαρμάκων στην Σουηδία είναι σαφώς χαμηλότερη από χονδρική τιμή των ίδιων φαρμάκων στην Ελλάδα. Όπως επίσης πως η κατανομή των φαρμάκων (κατά τιμή) που πωλούνται από το μέσο φαρμακείο (όπου μέσο εννοείται φαρμακείο που δεν βρίσκεται δίπλα στην πύλη μεγάλου νοσοκομείου ή συγκροτήματος ιατρείων) δεν είναι αυτονόητη και πως πολλά φάρμακα που συντηρούν το μέσο ελληνικό φαρμακείο κοστίζουν σαφώς περισσότερο από €20.
Στην πραγματικότητα, παρά την απώλεια ελευθερίας στην αγορά — από τους γεωγραφικούς/πληθυσμιακούς περιορισμούς — παρά τον ‘ελεγχόμενο’ αριθμό των φαρμακείων, παρά τα πλεονεκτήματα των φαρμακοποιών σε σχέση με άλλα ‘ανοιχτά’ (και με μεγαλύτερο ρίσκο) επαγγέλματα, δεν είναι όλοι οι φαρμακοποιοί πλούσιοι. Φυσικά υπάρχουν και (αρκετές) εξαιρέσεις· εξαιρέσεις που εκμεταλλεύονται το άδικο καθεστώς περί γεωγραφικής κατανομής και αδειοδότησης για να αποκομίσουν τεράστια κέρδη. Κέρδη που με μια ορθή φορολογική πολιτική και η εφαρμογή του νόμου θα φορολογούνταν αντίστοιχα.
Σήμερα τα φαρμακεία έχουν να αντιμετωπίσουν και την ολοένα μεγαλύτερη αναξιοπιστία του δημοσίου που σήμερα χρωστά πάνω από εννέα μήνες πληρωμών (ένας εξαιρετικός τρόπος να κρύψει τα χρέη του από τους δανειστές του). Ο κ. Μάνος γράφει πως το ότι υπάρχουν πολλά φαρμακεία στην Ελλάδα δείχνει πως το επάγγελμα αποφέρει κέρδος και είναι ελκυστικό. Αυτό είναι εντελώς λάθος ως ισχυρισμός (αλλά επιπλέον και εντελώς παράλογος): ο αριθμός των φαρμακείων δεν εξαρτάται από το πόσο κέρδος αποφέρει το κάθε φαρμακείο ακριβώς επειδή το επάγγελμα είναι κλειστό· ο αριθμός τους είναι σταθερός και ορισμένος από τον νόμο, όχι την αγορά. Παρ’ότι θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί πως ο νόμος μεταβάλλεται από τα ‘ειδικά συμφέροντα’ των κοινωνικών ομάδων που θίγονται, είμαι βέβαιος πως αν ίσχυε αυτό τα ‘ειδικά συμφέροντα’ δεν θα είχαν συμφωνήσει στην ‘αδειοδότηση’ περισσότερων φαρμακείων εξ αρχής.
Πολλά φαρμακεία βασίζονται στις ελάχιστες ‘ακριβές’ συνταγές που έχουν μηνιαίως για να μην ‘μπούν μέσα’. Βασίζονται στους χρόνιους ασθενείς-πελάτες τους που κάθε μήνα αγοράζουν φάρμακα αξίας εκατοντάδων ή και χιλιάδων ευρώ. Άνθρωποι στους οποίους οι φαρμακοποιοί συχνά προσφέρουν — αφιλοκερδώς — πολύ παραπάνω από την απλή πώληση του φαρμάκου, όπως αυτή θα πραγματοποιούνταν μέσω του διαδικτύου — αλλά πλήθος υπηρεσιών, συμβουλών, επικοινωνίας, παρακολούθησης που τα ξεχωρίζει από ένα κατάστημα ρούχων ή ηλεκτρονικών που απλώς ‘σπρώχνει’ προϊόντα: Παραδοσιακά τα φαρμακεία στην Ελλάδα παρέχουν ένα σωρό ‘υπηρεσίες’ στους πελάτες τους απολύτως δωρεάν. Και αυτό είναι μέχρι σήμερα μέρος της λειτουργίας τους. Ας αναλογιστούμε λοιπόν που πάει αυτό το 35% του κέρδους των φαρμακοποιών, περαν της φορολογίας, των ενοικίων, της προμήθειας στοκ, της πίστωσης του κράτους (δίχως τόκο φυσικά).
Γράφει ο Στέφανος Μάνος και για την υπερσυνταγολόγηση και τα generics, και τα δύο έγκυρα και εύστοχα σημεία, βασικοί λόγοι της υπερχρέωσης των ταμείων. Όμως δεν γράφει πως και στις δυο περιπτώσεις υπεύθυνοι για την υπερχρέωση των ταμείων δεν είναι οι φαρμακοποιοί, αλλά οι γιατροί. Γιατροί που συνταγογραφούν (οι φαρμακοποιοί εκτελούν) ακριβά φάρμακα αντί για generics, όχι επειδή είναι καλύτερα αλλά επειδή οι φαρμακευτικές εταιρίες τους πάνε συχνά-πυκνά βόλτες σε συνέδρια, τους χαρίζουν ένα σωρό ‘δώρα’ κλπ. Ως ‘πρακτικός’ νούς λοιπόν πιστεύει πως με το €1 μεγαλύτερο κέρδος ανά φάρμακο, ο φαρμακοποιός θα αποφασίσει να ‘τα βάλει’ με τον γιατρό (και τις φαρμακευτικές που στέκονται από πίσω του) που του ‘στέλνει’ πελάτες και στον οποίο βασίζεται και που πολύ εύκολα μπορεί να ‘προτείνει’ ένα άλλο φαρμακείο παραδίπλα, και θα δώσει αντίστοιχο generic φάρμακο αντί του branded συνταγογραφημένου;
Στην Μ.Βρετανία — όπου έζησα για επτά χρόνια και — όπου το μοντέλο των αλυσίδων φαρμακείων τύπου Boots/Superdrug έχει επικρατήσει, τα ανεξάρτητα φαρμακεία είναι ελάχιστα. Στα ‘πολυκαταστήματα’ Boots μπορείς να αγοράσεις από ομπρέλες μέχρι φωτογραφικές μηχανές, το μεσημεριανό σου γρήγορο γεύμα και πλήθος συσκευών προσωπικής φροντίδας, όπως ξυριστικές μηχανές, σεσουάρ κλπ. Ο λόγος που τα φαρμακεία εκεί πωλούν όλα αυτά τα — άσχετα με το φάρμακο — προϊόντα είναι μάλλον πως το φάρμακο δεν αποφέρει κέρδος ενώ τα σάντουιτς και τα τρίμμερ το αποφέρουν. Το ‘φαρμακείο’ στα Boots δεν είναι παρά ένας μικρός χώρος στην άκρη ενός μεγάλου καταστήματος/σούπερμαρκετ, όπου αδιάφοροι φαρμακοποιοί-υπάλληλοι-πωλητές εκτελούν μηχανικά συνταγές. Δεν γνωρίζουν τους πελάτες τους. Δεν έχουν προσωπική επαφή. Δεν παρέχουν συμβουλές, ούτε παίρνουν πιέσεις ασθενών που νιώθουν άσχημα. Δεν συζητούν με τις ώρες με καταθλιπτικούς ηλικιωμένους και στην μεγάλη τους πλειοψηφία δεν διανυκτερεύουν.

ο ορισμος του φαρμακειου

Το ερώτημα λοιπόν δεν θα έπρεπε να είναι μόνον εάν ‘αξίζει’ το σταθερό ποσοστό του έλληνα φαρμακοποιού, εάν κοστίζουν πολύ τα φάρμακα στα ταμεία λόγω των φαρμακείων, αλλά εάν αυτό που ζητουμε από ένα φαρμακείο είναι καθαρά — και μόνον — η πώληση φαρμάκων ή κάτι παραπάνω. Ας κοιτάξουμε πόσο καλά δούλεψε το φαρμακείο τύπου Boots στην Μεγάλη Βρετανία και πόσο καλά δουλεύει στην ηπειρωτική ευρώπη που διατηρεί, ακόμη και σήμερα, το ανεξάρτητο φαρμακείο. Ας κρατήσουμε τα θετικά, ας εξαφανίσουμε τα αρνητικά του σημερινού συστήματός· ας αντιγράψουμε αυτά που δουλεύουν σε άλλες χώρες, μόνον όμως εφ’όσον αυτά είναι πραγματικά, συνολικά και καθολικά επιθυμητά για την κοινωνία (εν γένει), όχι επειδή φαίνονται να μειώνουν βραχυπρόθεσμα έναν ισολογισμό.
Ας ορίσουμε ένα επιθυμητό πλαίσιο λειτουργίας για τα φαρμακεία, ας οριοθετήσουμε ορθολογικά τον ‘χώρο’ που θα επιτρέψουμε στην αγορά να λειτουργήσει και ας προχωρήσουμε στην απελευθέρωση. Ας φορολογηθούν αυτοί που βγάζουν πολλά χρήματα και ας αναδιανεμηθούν τα χρήματα στα ασφαλιστικά ταμεία που έχουν πτωχεύσει. Αν ο Στέφανος Μάνος προσπαθεί να ‘κοιτάζει γύρω του τι είναι σωστό, λειτουργικό και δίκαιο’ όπως γράφει, μάλλον χρειάζεται (καλύτερα) γυαλιά και λιγότερο λαϊκισμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η αγορά των φαρμάκων και ειδικότερα τα φαρμακεία χρειάζονται άμεσα επαναπροσδιορισμό και — σαφώς — απελευθέρωση· με γνώμονα το καλό της κοινωνίας, και όχι ειδικών ομάδων όπως οι υφιστάμενοι/παλαιοί φαρμακοποιοί — πόσο μάλλον οι φαρμακευτικές εταιρίες. Αυτό όμως οφείλει να γίνει σωστά. Δυστυχώς, το άρθρο του Στέφανου Μάνου δεν προσφέρει παρά μια μια μερική, στρεβλή και — απ’ότι φαίνεται — ισοπεδωτική οπτική πάνω σε ένα θέμα για το οποίο δεν φαίνεται να γνωρίζει πολλά.