Η Επικίνδυνη Μυωπία της Δύσης

Από την αρχή της ‘κρίσης’ μέχρι σήμερα, η υπεραπλούστευση των προβλημάτων που μαστίζουν την οικονομία, την Ελλάδα, την Ευρώπη, την Δύση αλλά και τον κόσμο γενικότερα είναι, θαρρώ, θλιβερό χαρακτηριστικό της προσπάθειας αντιμετώπισης της. Η υπεραπλούστευση αυτή τελείται σε πολλαπλά επίπεδα, και καταλήγει, εν διαμέσω λαϊκισμού και μονολιθικών πολωτικών και συχνά αφοριστικών θέσεων στο ευρύ κοινό, συχνά επικαλούμενη τα συναισθήματα και ένστικτα της δικαιοσύνης, πατριωτισμου ή/και εθνικισμού, ανθρωπισμού, ελευθερίας, δημοκρατίας κλπ.

Στο ανώτατο εκτελεστικό επίπεδο, αυτό της ΕΕ και των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που την απαρτίζουν, παρατηρείται μια αμφίσημη θέση που συχνά ταυτίζει (εάν όχι μπερδεύει) το — σαφέστατα υπαρκτό και μείζον — πρόβλημα χρέους της δυτικής οικονομίας (ένα πρόβλημα, το ίδιο πολύ βαθύτερο από αυτό που αντιλαμβάνεται ή έστω παραδέχεται η Δύση μέχρι σήμερα) με τη πληθώρα δομικών και βαθύτατων προβλημάτων των ελληνικών θεσμών, πολιτείας και κοινωνίας. Η ταύτιση αυτή είναι βολική για τους πολιτικούς γιατί αφαιρεί από τους ώμους τους την ανάγκη να αντιμετωπίσουν τα σαφώς δυσκολότερα αλλά και πολιτικώς κοστοβόρα ζητήματα που βαραίνουν τις χώρες τους· όσο η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει έναν ικανοποιητικά πειστικό αποδιοπομπαίο τράγο τα ‘πυρά’ μπορούν να αποστρακιστούν σε αυτή.

Η εξήγηση είναι βολική και για οικονομολόγους, τραπεζίτες και λοιπούς θεασωτές της ‘ελεύθερης αγοράς’, που συχνά επιλέγουν να εθελοτυφλήσουν απέναντι στο ναυάγιο της θεωρίας που υποστηρίζουν, ενδεχομένως ανέπτυξαν, μιας θεωρίας που θέλει την ‘αγορά’ να επιτυγχάνει την αυτορύθμιση σε κάθε περίπτωση, ένα μοντέλο που τοποθετεί τις τραπεζικές επενδύσεις πάνω από την πραγματική, δημιουργική οικονομία. Στα πλαίσια αυτής της εθελοτυφλίας μπορεί κανέις να αποδώσει την εμμονή πολλών με την Έλλάδα, εμμονή που επιλεκτικά πιστεύω αγνοεί την τραγική κατάσταση της δυτικής οικονομίας γενικότερα. Η άρνηση της Ευρώπης αλλά και των ΗΠΑ αποτυπώνεται στην ευρύτερη πολιτική ρυθμίσεων στις εθνικές αλλά και υπερεθνικές οικονομίες τα τελευταία πέντε χρόνια.

Θα περίμενε κανείς πως μια τόσο κακή πολιτική θα είχε αποτύχει πλήρως. Κι’όμως, μέχρι στιγμής έχει πετύχει σε ανεξήγητα μεγαλύτερο βαθμό απ’ότι θα περίμενε κανείς λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα: παρά την προσχώρηση τριών χωρών στο πλαίσιο ‘υποστήριξης’ των ΔΝΤ/ΕΚΤ/ΕΕ, την κάκιστη κατάσταση της βρετανικής οικονομίας (η οποία δεν φαίνεται να βελτιώνεται σύντομα), την τραγική πορεία της οικονομίας της ευρωζώνης αλλά και την ανησυχία για την οικονομία των ΗΠΑ, που παρά τα $1.2+ τρισεκατομμύρια που δόθηκαν στις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας από τον Σεπτέμβριο 2008, ως συνδυασμός παροχών εγγυήσεων αλλά και στα πλαίσια της μερικής ‘συμμετοχής’ της κυβέρνησης ως μηχανισμός κεφαλαιοποίησής τους για αντιμετώπιση της κρίσης του 2008, ελάχιστα ευνοήθηκε η πραγματική οικονομία.

Φυσικά, παρά το γεγονός πως ο Henry Paulson, πρώην CEO της Goldman Sachs και υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ κατά την διάρκεια της τραπεζικής κρίσης των subprime mortgages το 2008, έγραψε στο βιβλίο του On the brink για την δραματική έλλειψη κεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος, ο μηχανισμός που χρησιμοποιήθηκε για να τις ‘σώσει’ κινήθηκε χρησιμοποιώντας ακριβώς στην ίδια εργαλεία και αποτυγχάνοντας να σπρώξει την αμερικάνικη οικονομία προς μια κατεύθυνση που θα της επέτρεπε, σε κάποιο βάθος χρόνου, να επανακάμψει υγειώς. Μόνον οι ‘απεχθείς’ για τους μεγάλους φίλους των ‘αγορών’ (αλλά παρά ταύτα και σαφώς ανεπαρκείς) ‘σοσιαλιστικές’ ή ‘κρατικιστικές’ παρεμβάσεις του προέδρου Obama φαίνονται να είχαν κάποια μικρά θετικά αποτελέσματα για την αμερικάνικη οικονομία (ένα καλό παράδειγμα είναι η General Motors). Υπάρχει μια μη-γραμμικότητα, τόσο στην πορεία της δυτικής οικονομίας, όσο και στην αντιλαμβανόμενη πτώση του επιπέδου ζωής για εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, απόρεια αυτής.

Είναι λοιπόν σαφές πως η Δύση βρίσκεται σε άρνηση για τα κρίσιμα προβλήματά που αντιμετωπίζει. Η κρίση του 2008 στην πραγματικότητα δεν τελείωσε ποτέ, ούτε στις ΗΠΑ, ούτε φυσικά στην Ευρώπη όπου έφτασε με διαφορά φάσης. Τα προβλήματα της δυτικής οικονομίας δεν περιορίζονται στην έλλειψη ρευστότητας και υπέρογκου χρέους. Είναι βαθύτατα δομικά, με πολλές χώρες να έχουν ξεφορτωθεί μεγάλο μέρος της πραγματικής οικονομίας που τις κρατούσε ζωντανές αντί μιας άλλης, εικονικής οικονομίας, δανεικών και μιας πλασματικής ευφορίας. Ταυτόχρονα, παρατηρείται ολοένα μεγαλύτερη παρείσφρηση της οικονομικής δραστηριότητας σε τομείς παραδοσιακά εκτός της δικαιοδοσίας της, όπως οι τέχνες, η παιδεία, η υγεία αλλα ακόμη και βασικές επιστήμες, με τραγικές κοινωνικές συνέπειες. Για παράδειγμα, στα προπτυχιακά μου ακόμη χρόνια, στα τέλη του περασμένου αιώνα στην Βρετανία, είχε παρατηρηθεί το εξής φαινόμενο: οι φοιτητές βασικών επιστημών, φυσικής, μαθηματικών και χημείας, μειώθηκαν αισθητά καθώς η τάση της εποχής ήταν η σπουδή αντικειμένων με σημανιτκό αντίκτυπο στην ‘οικονομία’, άρα και μεγαλύτερες πιθανότητες επαγγελματικής επιτυχίας.

Κάποια πανεπιστήμια άρχισαν να κάνουν φασαρία ενώ σχολές κόντεψε να κλείσουν λόγω έλλειψης φοιτητών. Στην περίπτωση της Βρετανίας, εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια, στην κορυφή της οικονομικής δραστηριότητας βρίσκεται η εργασία σε μεγάλους οργανισμούς οικονομικών υπηρεσιών αλλά και δορυφορικές σε αυτές υπηρεσίες. Επενδυτικές τράπεζες, hedge funds, συμβουλευτικές εταιρίες. Ταυτόχρονα στην αντιπέρα όχθη, η αποδόμηση της οικονομίας ξεκίνησε λίγο μετά την εκλογή του Reagan, με την απελευθέρωση του τραπεζικού κλάδου, ενώ παράδοξοι τρόποι καινοτομίας επικράτησαν της λογικής, συχνά με δραματικά αποτελέσματα. Παραδείγματα αποτελούν οι πατέντες λογισμικού, αλλά και η φούσκα του διαδικτύου στις αρχές του αιώνα μας η οποία παρά τις τεράστιες επιπτώσεις για επενδυτές και εταιρίες φαίνεται πως δεν έβαλε μυαλό στους θεσμικούς επενδυτές που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την οικονομία σαν ένα παιχνίδι μονόπολυ, να σκορπάνε αλόγιστα χρήματα αριστερά και δεξιά και στη συνέχεια να πασχίζουν να τα πάρουν πίσω, βρίσκοντας μεγαλύτερους επενδυτές ή χρησιμοποιώντας όλη τους την επιρροή για να καταστήσουν επικερδείς τις ‘ιδιοκτησίες’ τους.

Παραδείγματα αδιανόητης υπερβολής αποτελούν η επένδυση το 2011 στο Color για $41Μ πριν καλά καλά υπάρξει στην αγορά προϊόν (πόσο μάλλον πετυχημένο ή επικερδές) και η εμπορική αποτυχία του λίγο αργότερα, αλλά και η πρόσφατη ένταξη του Facebook στο Nasdaq προ λίγων ημερών που έγραψε πτώση 10% αντί της σημαντικής ανόδου που αναμένετο από όλους αλλά και προβλημάτισε για το τι σηματοδοτεί αυτή η ‘αστοχία’ στην αναμενόμενη απόδοση μετά την ένταξή του στο χρηματιστήριο. Η εύκολη ‘εικονική’ οικονομία των παραγώγων, των υπηρεσιών και της αυθαίρετης απόδοσης αξίας σε αυτές έχει διαβρώσει εδώ και τουλάχιστον δυο δεκαετίες την Δύση, ενώ παράλληλα έχουν μεταφέρει τεράστιο μέρος της παραγωγής, της τεχνογνωσίας και του πλούτου της στην άπω ανατολή.

Σε ένα παρανοϊκό παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, όπου οι προτεραιότητες δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, είτε αυτή είναι οικονομική, κοινωνική, πολιτική ή φυσική, η Ελλάδα αποτελεί ένα κακέκτυπο του δυτικού συστήματος, μια ηλίθια κακομαθημένη χώρα που εξ’ιδρύσεως ουδέποτε έμαθε να επιβιώνει μόνη της, δέσμια μιας αιώνιας σχέσης αγάπης-μίσους με τους ξένους προστάτες/φίλους/εκμεταλλευτές/εχθρούς της που είτε την πολεμούν και εκμεταλλεύονται, είτε οφείλουν (κατά την άποψή των Ελλήνων) να την υποστηρίζουν λόγω ιστορικής θέσης της (βλ. συχνές επικλήσεις της αρχαίας ιστορίας) και όχι λόγω της πραγματικής της αξίας και συνεισφοράς, ό,τι κι αν έχει κάνει σαν ένας γονέας που θα συγχωρεί το άτακτο παιδί του όταν κάνει ζημιές. Μια χώρα ανίκανη να διακρίνει διεθνείς αλλά και εσωτερικές ισορροπίες αλλα προπάντων να στρώσει τον απαραίτητο κώλο για την δική της πρόοδο και ευημερία. Αυτό το κακέκτυπο λοιπόν, η πιο σάπια αναγνωρίσιμη δυτική οικονομία έμελλε να είναι και το πρώτο θύμα της δυτικής υπερβολής.

Είναι όμως ο λόγος που η Ισπανία είναι στα πρόθυρα της χρεοκωπίας, όπως θα ήθελε να πιστέψουμε ο υπουργός της Γερμανίας, κ. Schäuble; Σίγουρα όχι. Σε μια εποχή που θυμίζει έντονα τα χρόνια αυτά της παρακμής της Ευρώπης μεταξύ 1900 μέχρι και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: την εποχή των άκρων, των αντιπαραθέσεων, της έχθρας και μιας αδέξιας προσπάθειας του συστήματος να μην διαλυθεί, η Ελλάδα αποτελεί τον Franz Ferdinand, την αφορμή. Φυσικά η μικρή Ελλάδα δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι η πραγματική αιτία της κρίσης, οικονομικής ή πολιτικής. Η δημοσιογραφική, η πολιτική αλλά και η ακαδημαϊκή προσέγγιση της κρίσης, ακόμη και όταν ξεπερνά την άρνηση, όταν αναγνωρίζει την διάκριση μεταξύ των (σαφέστατα υπαρκτών) ελληνικών προβλημάτων και του ευρύτερου ευρωπαϊκού/δυτικού προβλήματος, παραμένει δυστυχώς μυωπική. Διότι η οικονομική πορεία της Ευρώπης διαγράφεται αρνητικά εδώ και δεκαετίες.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 που πήγα στο πανεπιστήμιο γινόταν λόγος για το brain drain της Ευρώπης προς τις ΗΠΑ, την ολοένα μικρότερη συμμετοχή της Ευρώπης στην παραγωγή κορυφαίου ερευνητικού έργου, την μικρότερη συμμετοχή Ευρωπαϊκών εταιριών στην (πραγματική) παγκόσμια οικονομία, κλπ. Στις αρχές της περασμένης δεκαετίας όλοι στην Βρετανία μιλούσαν για το ‘πάλαι-ποτέ εργοστάσιο της Ευρώπης’, την Γερμανία, μια χώρα που δέκα χρόνια, τότε, από την επανένωσή της αδυνατούσε να λύσει τα βασικά κοινωνικά αλλά και οικονομικά προβλήματά της. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, και με μια Γερμανία που κράτησε χαμηλά μισθούς, συντάξεις, μείωσε τις παροχές και τις ώρες εργασίας αλλά παράλληλα που ευνοήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από το άνοιγμα της Κίνας, τόσο ως καταναλωτική αγορά όσο και ως τόπος κατασκευής προϊόντων (η Γερμανία πουλά μεγάλο μέρος του εργοστασιακού εξοπλισμού της χώρας). Μέχρι πότε όμως θα απολαμβάνει η Γερμανία τα οφέλη της δραστηριότητάς της στην Κίνα και σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες; Από το 2005 θυμάμαι δημοσιεύσεις στον ειδικό τύπο αλλά και στον ακαδημαϊκό χώρο για την άνοδο της Κίνας, όχι ως κατασκευαστής αλλά ώς πρωτοπόρος, ως εφευρέτης, ως παγκόσμιος ηγέτης στον χώρο των μικροηλεκτρονικών.

Σε κάποιο τέυχος του IEEE Spectrum, το οποίο λαμβάνω και χαζεύω περιοδικά, θυμάμαι να διαβάζω πως μέσα σε δέκα χρόνια, μεταξύ του 1995 και του 2005, η Κίνα κατάφερε να μειώσει την ‘απόσταση’ στον σχεδιασμό και κατασκευή μικροεπεξεργαστών από 13 γενιές σε 3. Εταιρίες όπως η Huawei, εκτόπισαν (και σε κάποιες περιπτώσεις ‘έκλεισαν’) πολλές μεγαλύτερες και παλαιότερες εταιρίες στον χώρο των τηλεπικοινωνιών μέσα σε ελάχιστα χρόνια για να γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρία παροχής τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού παγκοσμίως (μετά την Ericsson). Η εποχή των ανεξάρτητων (από δυτική ιδιοκτησία, κεφάλαιο, τεχνογνωσία) κινέζικων εταιριών έρχεται και φοβούμαι πως μαζί με αυτή, με το παρόν σύστημα θα έρθει και η ραγδαία μείωση του βιοτικού επιπέδου της Δύσης. Ο ‘κρατικός καπιταλισμός’ της Κίνας εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις τεράστιες δυνατότητες της χώρας και το δυτικό σύστημα χωρίς όμως να παίζει με τους ίδιους κανόνες, χωρίς να διατηρεί την διαφάνεια, τις αξίες, τον σεβασμό στο περιβάλλον και τον άνθρωπο που η Δύση επικαλείται. Ο λόγος που τα καταφέρνει είναι σε μεγάλο βαθμό η απελευθέρωση του εμπορίου και η ενίσχυση της χώρας από την ίδια την Δύση. Όμως πλησιάζει η στιγμή που οι ρόλοι θα αντιστραφούν και που η Κίνα θα μπορεί πλέον, ως μέλος του WTO, ως οικονομικά πανίσχυρη χώρα, να επιβληθεί στην διεθνή κοινότητα, αν αυτή συνεχίζει να μετρά την ισχύ και την επιτυχία αποκλειστικά με όρους όπως το κέρδος, η πατέντες κ.ο.κ.
Η μυωπία αυτή δεν λείπει, φυσικά, και εντός της Ελλάδος.

Ελάχιστοι, ξεφεύγοντας από τα επιφανειακά ερωτήματα Τσίπρας-Σαμαράς, Ευρώ-Δραχμή, Τσαμπουκάς-Ανοχή, Κεφάλαιο-Λαός, αναλογίζονται, σκέφτονται και γράφουν για την επόμενη περίοδο. Λένε πως ό,τι και να γίνει, και στην καλύτερη δηλαδή περίπτωση, αν ‘πέσει’ και η Ισπανία — κάτι όχι και τόσο απίθανο πλέον — το τέλος για την Ελλάδα θα είναι βέβαιο. Και έχουν ένα δίκιο, πως σε μια τέτοια περίπτωση η Ελλάδα θα πάψει να είναι, έστω και στο επίπεδο της προκατάληψης, το κέντρο των εξελίξεων. Θα επανέλθει στο να είναι η οικονομικά εντελώς ασήμαντη χώρα του 2% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και η ανοχή τους στις αγριάδες του εκάστοτε Έλληνα πολιτικού θα είναι σαφώς μικρότερη — η έκρηξη της μόλυνσης άλλωστε θα έχει ήδη γίνει.

Όμως μαζί με τις συζητήσεις καφενείου για το μέλλον της πατρίδας, την διδακτική δημαγωγία του ‘κ. Μπάμπη΄, της ‘κ. Τρέμη’ των συναδέλφων και καλεσμένων τους, τις κορώνες πολεμικής της αριστεράς και τη σοβαροφανή, επικοινωνιακά ‘υπέυθυνη’, πλήν όμως αιματοβαμμένη και κενή περιεχόμενου ρητορική ενός σάπιου, διεφθαρμένου κέντρου, τα εθνικιστικά παραληρήματα της δεξιάς και την ολοένα μεγαλύτερη απόγνωση του κόσμου, ίσως συμβεί και κάτι καλό: Ίσως αδυνατίσει ακόμη περισσότερο η θλιβερή ταύτιση του προβλήματος χρέους της Ευρώπης/Δύσης με την πληθώρα δομικών προβλημάτων των ελληνικών θεσμών, πολιτείας και κοινωνίας. Και στην μυωπία του κόσμου κάτι τέτοιο ίσως αποτελέσει τα γυαλία που θα κάνουν την, αντιμέτωπη με την άμεση καταστροφή, Ευρώπη να ξυπνήσει, όχι μόνον απαιτώντας μεταρρυθμίσεις με στόχο μια (βιαστικώς ορισμένη και αμφιβόλης αξίας) ‘ανταγωνιστικότητα’, αλλά μια ριζική, συστημική λύση που θα λαμβάνει υπόψη της την Ευρώπη του μέλλοντος, όχι του 2015, όχι του 2020 αλλά του 2030 και παραπέρα, μια Ευρώπη όπου η Γερμανική υπεροχή δεν θα είναι σε καμία περίπτωση εξασφαλισμένη και που η ενότητα και αρμονία στις σχέσεις των χωρών της θα είναι απολύτως απαραίτητη για να επιβιώσει απέναντι σε χώρες και ομοσπονδίες πολλές φορές μεγαλύτερές της. Μπορεί στην πραγματικότητα η μυωπία να μην γιατρέυεται ως δια μαγείας, όμως είμαι βέβαιος πως ουδείς θα ήθελε να δεί την Ισπανία ή την Ιταλία να καταστρέφονται ή την Ελλάδα να εκσφενδονιστεί από την Ευρωπαϊκή οικογένεια, απόρροια όχι μόνον της δικής της ανικανότητας αλλά πρωτίστως της επικοινωνιακής εκμετάλλευσης αποτυχημένων τραπεζιτών που επιμένουν να βλέπουν μόνον αριθμούς και πιθανότητες, να ταυτίζουν χώρες με τράπεζες, πιθανολογώντας ευνοϊκά αποτελέσματα παίζοντας κορώνα-γράμματα τις ζωές εκατομμυρίων και ευλογώντας τις πολιτικές που έφτασαν την Δύτική οικονομία στην θλιβερή κατάσταση που βρίσκεται σήμερα.

Διότι, το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Ευρώπη είναι βιαστικό, μυωπικό patchwork όπως αυτό που είδαμε στις ΗΠΑ το 2008, ή στην Ελλάδα τα τελευταία δυο χρόνια, αντί μας ουσιαστικής λύσης που θα κοιτά πέραν από τα στενά όρια των βραχυπρόθεσμων οικονομικών δεικτών στο απείρως σημαντικότερο επίπεδο της στρατηγικής, της κοινωνικής και θεσμικής οργάνωσης αυτής της ηπείρου της οποίας η ιστορία θα έπρεπε να της έχει μάθει πολλά περισσότερα απ’όσα δείχνει να γνωρίζει τον τελευταίο καιρό.