Τηλεπικοινωνιακή παράνοια.

Αν ταξιδέψατε σε κάποιο απο τα ελληνικά νησιά φέτος με ένα 4G smartphone μάλλον θα διαπιστώσατε πως η ταχύτητα μεταφοράς των δεδομένων από και προς τη συσκευή σας ήταν εντυπωσιακά μεγάλη. Στην πραγματικότητα συχνά ξεπερνούσε τα 60Mbps downstream/15Mbps upstream.

Ταχύτητες εντυπωσιακές, ιδιαίτερα όταν λαμβάνει κανείς υπόψη το αρχιπέλαγος των ελληνικών νησιών, τις αποστάσεις, τα όρη κ.ο.κ. Οι επενδύσεις στην αγορά της κινητής τηλεφωνίας την τελευταία δεκαετία, παρά την ολιγοπωλιακή κατάσταση της αγοράς, αποδίδουν καρπούς. Την ίδια στιγμή η κατάσταση των (ενσύρματων) ευρυζωνικών συνδέσεων σε συνδυασμό με τις αστείες διαφημίσεις VDSL του ΟΤΕ, που κατακλύζουν διαδίκτυο – αλλά φαντάζομαι και στα υπόλοιπα μέσα ενημέρωσης που δεν παρακολουθώ – είναι τραγική.

Βασικός λόγος που οι παρεχόμενες υπηρεσίες ευρυζωνικών συνδέσεων στη χώρα μας είναι χαρακτηριστικά κακές, στον πάτο της κατάταξης μεταξύ των χωρών της ΕΕ15 και κάτω του μέσου όρου στην ευρύτερη κατάταξη των ΕΕ28, είναι η έλλειψη ανταγωνισμού. Για τον ίδιο λόγο παρατηρούμε πως οι σύγχρονες ευρυζωνικές συνδέσεις βασισμένες σε οπτικές ίνες, είτε αυτές φτάνουν μέχρι τη καμπίνα/καφάο του παρόχου (FTTC, βλ. VDSL2) είτε μέχρι το σπίτι (FTTB, FTTH), συνδέσεις που παρέχουν δηλαδή τουλάχιστον 30Mbps downstream στους συνδρομητές τους και συχνά αποκαλούνται NGA, ή Συνδέσεις Νέας Γενιάς, στην Ελλάδα είναι ελάχιστες και ιδιαίτερα ακριβές για το ελληνικό πορτοφόλι.
Και δεν χρειάζεται καν να αναφερθούμε στα επίσημα στοιχεία της Eurostat του 2013 που εμφανίζουν μόνον 2 στα 100 νοικοκυριά με συνδέσεις NGA στην Ελλάδα, παρά τη σημαντική προσπάθεια και επένδυση του ΟΤΕ που πρακτικά μονοπωλεί την αγορά των συνδέσεων VDSL στην Ελλάδα — στις αρχές του 2015 τα νούμερα είναι περίπου 100 χιλιάδες συνδρομητές, με μόλις το 3% να αποτελεί συνδρομητές χονδρικής, δηλαδή τρίτων παρόχων. Ο ίδιος ο ΟΤΕ σε παρουσίαση (PDF) του CFO του OTE Group Μπάμπη Μαζαράκη τον περασμένο Μάρτιο παρουσιάζει την εικόνα της διείσδυσης NGA συνδέσεων στην Ελλάδα εξαιρετικά θλιβερή.

Παράλληλα, βάσει της πρόσφατης αναφοράς της Βρετανικής Ofcom που παραπέμπει σε στοιχεία της Eurostat, τον Φεβρουάριο του 2015 το 34% περίπου των Ελλήνων δεν είχαν ποτέ μπεί στο διαδίκτυο (γράφημα 33), το 25% δεν είχε ποτέ παραγγείλει προϊόντα ή υπηρεσίες από το διαδίκτυο (γράφημα 34), το 45% των Ελλήνων δεν είχε διαδράσει ποτέ με τις Αρχές μέσω του διαδικτύου (γράφημα 35).
Ο ΟΤΕ αναφέρει πως ‘χτίζει τις βάσεις για δίκτυα NGA’, όπως π.χ. υπηρεσίες Vectoring που θα επιτρέψουν πρόσβαση στα 100Mbps downstream σε τουλάχιστον το 50% των νοικοκυριών, 30Mbps downstream σε όλα τα νοικοκυριά, και συνδέσεις FTTB/H P2MP-GPON ταχύτερες των 100Mbps στο 10% των νοικοκυριών. Το ελάχιστο επίπεδο δηλαδή που προβλέπει η Ψηφιακή Ατζέντα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2020.

Το επίπεδο που ο ΟΤΕ επιθυμεί να επιτύχει το 2020 είναι αυτό που κάτοικοι αρκετών ευρωπαϊκών μητροπολιτικών περιοχών απολαμβάνουν εδώ και τουλάχιστον 5 έτη. Ο ανταγωνισμός στον χώρο των τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα σήμερα απλά δεν υφίσταται. Τα οποία θετικά αποτελέσματα είχε η απελευθέρωση του τοπικού βρόγχου στον χώρο της ευρυζωνικότητας τη περασμένη δεκαετία έχουν προ πολλού χαθεί καθώς η έλευση του VDSL μας γύρισε, απο πλευράς ανταγωνισμού και υγειούς αγοράς, πάνω από δέκα χρόνια πίσω.

Με άλλα λόγια, στις τηλεπικοινωνίες η αγορά έχει, απλά, αποτύχει πλήρως. Προφανώς η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Ιστορικά, πολλές φορές, σε διάφορες αγορές, εντός και εκτός της Ευρώπης, η αγορά έχει αποτύχει και συχνά μια αποτυχημένη απελευθέρωση των αγορών έχει οδηγήσει σε σημαντικές παρεμβάσεις από την πλευρά του κράτους. Σε αυτές τις περιπτώσεις το κράτος, ως ρυθμιστής της αγοράς και εγγυητής ενός δίκαιου περιβάλλοντος για τις επιχειρήσεις, οφείλει να διορθώσει στρεβλώσεις που απειλούν την λειτουργία της αγοράς· χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η διάσπαση στις Bells στις ΗΠΑ, η καταστροφική (από πολλές απόψεις, όχι μόνον οικονομικά αλλά και από πλευράς ασφάλειας και ορθής λειτουργίας) ιδιωτικοποίησης που πραγματοποίησε η Μάργκαρετ Θάτσερ στους Βρετανικούς Σιδηροδρόμους και άλλα. Παρ’ότι αρκετά αργά — λόγω σειράς εξαιρετικά κακών αποφάσεων, κινήσεων και επιλογών, ένα σωστά λειτουργόν κράτος θα έπαιρνε αρκετά μέτρα για την διόρθωση της κατάστασης το συντομότερο δυνατόν.

Πρώτο και σημαντικότερο θα ήταν η αφαίρεση της διαχείρισης αλλά και της ιδιοκτησίας του δικτύου από τον ΟΤΕ (διάσπαση δηλαδή της εταιρίας). Αυτό είναι μάλλον απαραίτητο καθώς η παρούσα κατάσταση ειναι απολύτως καταστροφική για την αγορά, και άδικη για όλους, συμπεριλαμβανομένου του ΟΤΕ που κάνει τεράστιες επενδύσεις στραγγαλίζοντας όμως έτσι τον ανταγωνισμό, ενώ βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπος με πρόστιμα και περιορισμούς από την ΕΕΤΤ. Παράλληλα, όπως προστάζουν οι διεθνείς τάσεις, επεκτείνεται σε παροχή κάθετων υπηρεσιών, όπως τηλεοπτικές, κινηματογραφικές και αθλητικές εκπομπές. Ουδέποτε δεν θα μπορέσει να υπάρξει υγιής ανταγωνισμός και λειτουργούσα αγορά όσο ο ΟΤΕ κρατά τα κλειδιά του δικτύου όσο εξελίσσεται και αναπτύσσεται ένα μονοπώλιο.

Γενικότερα, όταν οι υπηρεσίες μιας αγοράς εξαρτώνται κρίσιμα από ένα δίκτυο, αυτό θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητο και όντας, εξ’ορισμού μονοπωλιακό και βασικό στοιχείο της αγοράς τηλεπικοινωνίων, κατά προτίμηση μια δημόσια επιχείρηση, ενδεχομένως υπό τη διαχείρηση ιδιωτών. Μόνον τότε οι πάροχοι θα είχαν ίση αντιμετώπιση. Ταυτόχρονα η χρηματοδότηση του δικτύου θα ήταν σαφώς πιο αποτελεσματική και ελεύθερη: οι πάροχοι θα πλήρωναν τέλη/φόρους στον φορέα διαχείρισης του δικτύου και με αυτά τα χρήματα, καθώς και με τις άφθονες κρατικες/ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις που αφορούν επικοινωνίες και διασύνδεση νοικοκυριών και επιχειρήσεων με το διαδίκτυο, αλλά και σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις, θα αναπτυσσόταν το εθνικό δίκτυο τηλεπικοινωνιών της Ελλάδας, που θα οφελούσε τόσο τις επιχειρήσεις που παρέχουν τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες όσο και την ευρύτερη ελληνική οικονομία και κοινωνία.

Παράλληλα, είναι επιτακτική ανάγκη να απεμπλακούν οι πάροχοι τηλεπικοινωνιών από την παροχή υπηρεσιών περιεχομένου — κάτι τέτοιο θέτει εν αμφιβόλω την ουδετερότητα του δικτύου, δημιουργεί κίνητρα στους παρόχους να ευνοήσουν τις δικές τους υπηρεσίες έναντι αυτών των τρίτων, να θέσουν εμπόδια, είτε μέσω αθέμιτου ανταγωνισμού (π.χ. διευκολύνσεις, προσφορές και εκπτώσεις για υπάρχοντες συνδρομητές) που μόνον καλό δεν κάνει στην αγορά.

Το 2015 η Ελλάδα είναι ακόμη δέσμια ιδιαίτερα κακών και ακριβών υπηρεσιών στον χώρο των τηλεπικοινωνιών. Από πολλές απόψεις η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη από αυτή της περασμένης δεκαετίας καθώς κανείς δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστεί την καθολική κυριαρχία του ΟΤΕ στις συνδέσεις NGA και, δυστυχώς, αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει σύντομα, ενώ η συνεχής επένδυση των παρόχων σε παρελκόμενες υπηρεσίες περιεχόμενου (‘triple play’) μόνον αποσπά από την ουσία της ύπαρξής τους εντείνοντας την νοσηρή κατάσταση της αγοράς.