Ζήτημα αξιοπιστίας

Ένα από τα μεγάλα προβλήματα στο ελληνικό επιχειρείν είναι αυτό της αξιοπιστίας. Συχνά, κατηγορούμαστε, ως λαός, πως αποφεύγουμε το ρίσκο, πως είμαστε καχύποπτοι και συντηρητικοί στις ενέργειες, τα πλάνα, την γενικότερη δραστηριότητά μας. Και σε έναν μεγάλο βαθμό είναι αλήθεια.
Υπάρχουν όμως και αρκετοί λόγοι που συμβαίνει αυτό: η ελληνική πραγματικότητα είναι γεμάτη από περιπτώσεις που απογοητεύουν και χαρακτηρίζονται από επιπολαιότητα, πλήρη αδιαφορία για την φήμη ή την εμπιστοσύνη που εμπνέει κανείς, περιπτώσεις ‘αρπαχτής’ από τον πιο μικρό επαγγελματία που θα σου πουλήσει ένα ελαττωματικό προϊόν εν γνώσει του και θα αρνηθεί την ευθύνη, μέχρι την μεγάλη επιχείρηση που θα παραβεί βασικούς κανόνες μιας συμφωνίας ή δεν θα πληρώσει για υπηρεσίες και αγαθά που αγόρασε. Δεν είναι όμως όλοι έτσι και μερικές φορές εμφανίζονται εγχειρήματα που επιδεικνύουν καινοτομία και υπόσχονται πρόοδο και αλλαγή, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Και σε αυτό το άρθρο θα ήθελα να ασχοληθώ με ένα από αυτά, μια εταιρία που έχει συγκεντρώσει εντελώς αντιφατικές απόψεις γι’αυτήν και που έχει επιτύχει σημαντικά στην αγορά, αλλά παράλληλα, κατά τη γνώμη μου, έχει κάνει και εξακολουθεί να κάνει πολύ σημαντικά λάθη που ίσως της κοστίσουν περισσότερο απ’ότι νομίζει.

Η περίπτωση της Viva

Την εταιρία Viva την παρακολουθώ πολλά χρόνια και είχα την χαρά να γνωρίσω και την βασική ομάδα των ιδρυτών της, με τους οποίους έχω μιλήσει πολλάκις. Είναι άνθρωποι έξυπνοι, που δουλεύουν πολύ και παρά τις συνθήκες κατάφεραν να στήσουν μια πολύ δυναμική εταιρία με παρουσία σε πολλές ‘αγορές’: αυτή της μουσικής, του τουρισμού, των τηλεπικοινωνιών, των εισιτηρίων για θεάματα και, πρόσφατα, των πληρωμών.

Προ αρκετών ετών, στο ξεκίνημά τους στον χώρο των τηλεπικοινωνιών, την επέλεξα τόσο για προσωπικούς όσο και για τους εταιρικούς αριθμούς της Cosmical, καθώς είχε εξαιρετική ποιότητα υπηρεσιών, καλοστημένη υπηρεσία και πολύ ανταγωνιστικές τιμές. Προφανώς η αγορά των αριθμών και υπηρεσιών SIP/VoIP σταδιακά έπαψαν να είναι βασικό αντικείμενο της εταιρίας και έτσι στις 28 Ιανουαρίου 2015 (πριν από περίπου ενάμιση χρόνο) κάποιος στην διοίκηση της εταιρίας επέλεξε να αυξήσει τις τιμές της 3 φορές (300%). Αυτό δεν το έπραξε όμως δίνοντας προειδοποίηση ούτε εξηγώντας τον λόγο που αύξησε τις τιμές, δεν έβγαλε κάποια ανακοίνωση που να δικαιολογεί την αύξηση (π.χ. λόγω αύξησης του δικού της κόστους), αλλά απλά δημοσίευσε τον ‘νέο τιμοκατάλογο’. Η απρόσμενη, ξαφνική, αδικαιολόγητη και τεράστια αύξηση προκάλεσε την αντίδραση αρκετών πελατών της (βλ. για παράδειγμα ένα από τα σχετικά threads στο adslgr.com).

Μια τέτοια ενέργεια, που δεν συνοδεύεται από μια πολύ καλή και πειστική εξήγηση δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως καλή πρακτική, αλλά είτε ως λάθος ή — για τους λιγότερο καλοπροαίρετους — πιθανόν μια προμελετημένη κίνηση σταδιακής απομάκρυνσης από μια αγορά στην οποία η εταιρία μάλλον δεν βλέπει μελλοντικά κέρδη. Είναι προφανώς δικαίωμα της κάθε εταιρίας να ορίζει τις τιμές των υπηρεσιών της όπως επιθυμεί (εφόσον το νομικό πλαίσιο του κλάδου/τομέα της το επιτρέπει), όμως αμφιβάλλω για το πόσο έξυπνο είναι αυτό: όταν παρέχεις μια μόνιμη, σταθερή υπηρεσία στην οποία βασίζονται οι πελάτες σου σε βάθος χρόνου, σε αντίθεση με μια ‘βραχυχρόνια’ (ή ακόμη και στιγμιαία) υπηρεσία, όπως π.χ. η πώληση ενός εισιτηρίου, είναι σημαντικό να διατηρείς την φήμη, την αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη που σου έχουν οι πελάτες σου, αποφεύγοντας τις δυσάρεστες εκπλήξεις, ή τέλος πάντων κάνοντας την υπηρεσία όσο πιο προβλέψιμη γίνεται. Θα μπορούσε να πει κανείς πως οι τηλεπικοινωνίες είναι μια τέτοια υπηρεσία.

Ιστορικά όμως μια άλλη υπηρεσία είναι αυτή που εξ’ορισμού εδράζεται στην εμπιστοσύνη: η τραπεζική. Μια τράπεζα, στις ημέρες μας ειδικά, δεν εμπορεύεται χρήμα — αυτό μάλλον της λείπει. Κυρίως εμπορεύεται εμπιστοσύνη. Απορώ λοιπόν, ελλείψει όχι απλώς πειστικής αλλά οποιασδήποτε εξήγησης από την πλευρά της Viva, με ποιό κριτήριο αυξήθηκαν οι τιμές σε μια υπηρεσία της — αυτήν των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών — με έναν τόσο άκομψο και δυσάρεστο τρόπο που προδίδει την εμπιστοσύνη των πελατών της, που καταστρέφει την αξιοπιστία της στην αγορά ως ένας σταθερός και σοβαρός πάροχος υπηρεσιών, όταν η ίδια εταιρία προσπαθεί με νύχια και με δόντια να αποδείξει την αξία της σε έναν χώρο όπου η εμπιστοσύνη είναι ο πιό βασικός παράγοντας και ταυτόχρονα υπάρχει τεράστιο έλλειμμα αυτής από τους συστημικούς παίκτες τους οποίους καλείται να ανταγωνιστεί. Αν μη τι άλλο εγώ θα έκανα ό,τι μπορούσα για να αυξήσω την εικόνα της εταιρίας ως σοβαρή και να εμπεδώσω στο μυαλό των καταναλωτών (αλλά πρωτίστως των επαγγελματιών) στους οποίους απευθύνομαι την απόλυτη και ακλόνητη πεποίθησή μου να γίνω και να παραμείνω ένας σταθερός και αξιόπιστος συνεργάτης και όχι μια εταιρία που συνηθίζει να ‘ανοίγεται’ σε νέους κλάδους για μερικά χρόνια, ‘πηδώντας’ από τον ένα στον άλλο σε αναζήτηση γρήγορου και μεγάλου κέρδους.

Κι εδώ ερχόμαστε στο ζητούμενο. Με την οικονομία σε κρίση και τις σαθρές συνθήκες που μας έφτασαν εδώ, κατά πολλούς οι τράπεζες είναι εντελώς ανεπαρκείς για την σύγχρονη οικονομία, αρκούμενες στο να αναμασάνε διεθνή buzzwords τύπου ‘fintech’ και να σπαταλούν εκατομμύρια σε εξαιρετικά κακά προγράμματα επιβράβευσης, κιτς διαφημίσεις και εφήμερες αναλαμπές επιφανειακού εκσυγχρονισμού (βλ. ο μαραθώνιος των POS), ενώ παράλληλα συνεχίζουν να προσφέρουν εξαιρετικά λίγα σε μια οικονομία και κοινωνία που καταρρέει, αφιερώνοντας τεράστιο μέρος του χρόνου και των πόρων τους στον (είμαι βέβαιος πολύ δυσάρεστο) χώρο των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων. Και αυτό νομίζω συνοπτικά εξηγεί γιατί η Viva, και η κάθε αντίστοιχη εταιρία που επενδύει και μπαίνει σε αυτόν τον χώρο, με σαφώς μεγαλύτερη δυναμική καινοτομίας και ανανέωσης από τους υφιστάμενους παίκτες, θα έπρεπε να έχει ως πρωτεύουσα μέριμνα της την ενίσχυση εικόνα της ως αξιόπιστο συνεργάτη, τόσο των καταναλωτών όσο και των επαγγελματιών. Και αυτό σημαίνει όχι απλά να προσφέρει καινοτόμες υπηρεσίες αλλά να προσφέρει όσο το δυνατόν μεγαλύτερες εγγυήσεις και να προβάλλει την εικόνα της ακλόνητης σταθερότητας και εμπιστοσύνης.

Αυτό δεν συνάδει με μια εταιρία που, χωρίς προειδοποίηση, εν μια νυκτί, τριπλασιάζει τις τιμές της στις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών (και που, γενικότερα, έχει αφήσει να παρακμάζουν καθώς μάλλον δεν της ‘βγάζουν’ πλέον αρκετά χρήματα για να ασχοληθεί). Ή, για παράδειγμα — τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα — που αναγκάζει τους πελάτες της είτε να χρησιμοποιούν το ‘πορτοφόλι’ της ή να πληρώνουν 3 ευρώ επιπλέον προμήθεια (που αν και μάλλον νόμιμο, δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για τις προθέσεις της εταιρίας), ή που ζητά ‘φιλοδώρημα’ από τον καταναλωτή κατά την αγορά εισιτηρίων (που σίγουρα υπολείπεται της απαραίτητης σοβαρότητας). Σίγουρα τα παραπάνω, ανεξάρτητα από το εάν υπάρχει εμπορικό, νομικό ή όποιο άλλο έρεισμα γι’αυτά, δεν δίνουν την εικόνα ενός αξιόπιστου, σταθερού συνεργάτη, ενός σοβαρού νέου παίκτη που δεν ζητά απλώς την προσοχή σου για 5′ και €20 στα πλαίσια της πώλησης ενός εισιτηρίου συναυλίας ή θεάτρου, αλλά ζητά και προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη σου για πολλά χρόνια και πιθανόν το μεγάλυτερο μέρος των εσόδων που θα έχεις αυτά τα χρόνια για να σου προσφέρει υπηρεσίες εκκαθάρισης ηλεκτρονικών πληρωμών. Και μπορεί ίσως ένας καταναλωτής εύκολα να συγχωρήσει την παραπάνω επιπολαιότητα και έλλειψη σοβαρότητας, αλλά φοβάμαι πως οι επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες δεν θα τα συγχωρήσουν τόσο εύκολα.

Και είναι κρίμα, γιατί από πολλές απόψεις η Viva είναι μια από τις λίγες εταιρίες που πραγματικά έχουν καινοτομήσει στην Ελλάδα στον χώρο του ηλεκτρονικού επιχειρείν τα τελευταία χρόνια, με μεγάλη δυναμική και μέγεθος που θα μπορούσε, με σωστή εκτέλεση, να φέρει μεγάλες αλλαγές και πιστεύω πως χρειαζόμαστε τέτοια εγχειρήματα – που όμως για να επιτύχουν σε βάθος χρόνου θα πρέπει να πείθουν ακόμη και τον πιο σκεπτικό και επιφυλακτικό παρατηρητή. Όχι μόνον για την καινοτομία τους — και όσα αυτή επιφέρει — αλλά για την αξιοπιστία τους, την διάρκεια και την σταθερότητά τους. Αυτό, για εμένα, είναι το βασικό πρόβλημα της Viva, και πολλών άλλων εταιριών στην Ελλάδα, σήμερα και αυτό που θα ήθελα να δω να αλλάζει.