Μια αναποτελεσματική σπατάλη.

Πριν από κάποιες ημέρες συζητούσα με ένα φίλο σχετικά με τη σπατάλη που συνεπάγεται η συντήρηση ενός — αναλογικά — ‘ακριβού’ στρατού και κυρίως η μη-αξιοποίηση των συνεργιών που κάτι τέτοιο θα έπρεπε να συνεπάγεται για την ελληνική οικονομία. Λίγες ημέρες αργότερα ο Τάσσσος έγραψε σχετικά με το θέμα στο reality-tape, παρουσιάζοντας παράλληλα την περίπτωση του Ισραήλ και των ΗΠΑ μέσα από το πρίσμα της δικής του επαγγελματικής ενασχόλησης.

Δυστυχώς μετά από σχετικά σύντομη εξέταση των δημόσια διαθέσιμων δεδομένων η όλη σύγκριση πέραν από ουτοπική είναι και αφελής. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις σε πάρα πολλά σημεία, τόσο εκπαίδευσης, πειθαρχίας και ετοιμότητος όσο και στο κρίσιμο τομέα της δομής και υλικού εξοπλισμού αποκαλύπτουν όχι μόνον τραγικές ελλείψεις, αλλά και φοβερή σπατάλη. Δεν μπορούμε να μιλούμε για συνεργίες και αξιοποίηση των πόρων για ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας και της τεχνολογικής ανάπτυξης, όταν η βασική αποστολή του στρατού, αυτή της άμυνας της χώρας, της δημιουργίας ενός αποτρεπτικού μέσου για την όποια πιθανή διαμάχη στη περιοχή, διαβρώνεται από πολιτικές, οικονομικές ή άλλες σκοπιμότητες.

Για πολλά χρόνια η (υπερβολική ίσως) λογική της ισορροπίας στρατιωτικής δύναμης μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος αποτελούσε βασικό στόχο όλων όσων έβλεπαν την Ελλάδα να σπαταλά δισεκατομμύρια σε εξοπλιστικά προγράμματα ενώ τα σχολεία και τα νοσοκομεία της, η οικονομία και οι δημόσιες υπηρεσίες της έπασχαν. Εν μέρει η αντίθεση είχε γερές βάσεις και δυο σκέλη: αφ’ενός τα χρήματα που σπαταλά η Ελλάδα για την άμυνά της είναι πολύ περισσότερα, ως ποσοστό του ΑΕΠ από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και εντυπωσιακά μεγάλο ποσό ανεξαρτήτως αυτού. Δύσκολα μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως, ανεξάρτητα από τη χρήση τους και σε απόλυτες τιμές, είναι απαραίτητο αυτό το κεφάλαιο για αμυντικούς σκοπούς. Πέραν όμως από την καθαρά ιδεολογική αντίθεση με το στρατιωτικό κονδύλι, υπάρχει και η πραγματιστική αντίθεση. Από ανθρώπους που έβλεπαν τη σπατάλη, τη κακοδιαχείριση αλλά και από ανθρώπους όπως ο Τάσος που διέκριναν την ευκαιρία (αλλά όχι την αξιοποίησή της) για τη διπλή εκμετάλλευση των κεφαλαίων αυτών, τη δημιουργία συνεργιών με την ελληνική βιομηχανία, την απόκτηση και καλλιέργια τεχνογνωσίας και εξειδίκευσης, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, επιχειρήσεων κλπ.

Σε όλες τις περιπτώσεις υπήρχε πάντα η κουρασμένη απάντηση πως τα εξοπλιστικά προγράμματα αυτά, παρ’ότι ακριβά, εξασφάλιζαν την άμυνα της χώρας, δημιουργούσαν αντικίνητρα για την όποια πιθανή στρατιωτική περιπέτεια τυχόν σχεδιάζαν οι γείτονες της Ελλάδας. Ένα “ακριβός αλλά αποτελεσματικός στρατός”. Πρόληψη και ασφάλεια. Στα χρόνια μετά το 1974 η Ελλάδα εκσυγχρόνισε σημαντικά την στρατιωτική της μηχανή, έτσι ώστε να διατηρηθεί η ισορροπία δυνάμεων με τη Τουρκία. Δυστυχώς, μόνον ως ‘παρενέργεια’ δημιουργήθηκαν κάποιες θέσεις εργασίας και κάποιες εταιρίες, όμως σίγουρα οι περιπτώσεις αυτές ήταν είτε σαφώς περιορισμένες ή αποτέλεσμα διαπλεκόμενων συμφερόντων ελάχιστων επιχειρηματιών με πολιτικούς και σε καμία περίπτωση δεν έθεταν τις βάσεις για τη δημιουργία ενός υγειούς οικοσυστήματος βιομηχανίας, όπως έχει συμβεί π.χ. στο Ισραήλ ή τις ΗΠΑ. Ελάχιστες δε ελληνικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο χώρο της άμυνας κατάφεραν να έχουν βάσεις που θα επέτρεπαν μακροχρόνια βιωσιμότητα, πόσο μάλλον διεθνή παρουσία.

Είναι ίσως αλήθεια πως μια ισχυρή στρατιωτική υποδομή μπορεί να εξασφαλίσει την ειρήνη στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων. Είναι σίγουρα αλήθεια πως, όπως αναφέρει πολύ σωστά ο Τάσος, μπορεί να δημιουργήσει τις συνεργίες για ταχύτατη ανάπτυξη εγχώριας βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας (μεταξύ άλλων). Τίποτα από τα δύο δε φαίνεται να επιτυγχάνεται σήμερα στα πλαίσια των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και υπάρχουν αρκετές αμφιβολίες, παρά το ύψος των κονδυλίων, για το αξιόμαχο των ελληνικών στρατευμάτων. Η πρόταση του Τάσου δε βρίσκει (και δε θα μπορούσε να βρεί) ανταπόκριση καθώς τόσο σε θεσμικό όσο και σε κοινωνικό-πολιτισμικό επίπεδο στερείται η ελληνική κοινωνία τις βάσεις για κάτι τέτοιο.

Αφ’ενός από πλευράς εξοπλισμού, αξιοποίησης της τεχνολογίας και ανάπτυξης — αναφέρομαι κυρίως εντός των ενόπλων δυνάμεων — η Ελλάδα βρίσκεται σαφώς πίσω από τη Τουρκία (το βασικό σημείο αναφοράς σε κάθε σύγκριση) τόσο σε ό,τι αφορά την υπάρχουσα υποδομή όσο και σε στρατηγικό επίπεδο, στον σχεδιασμό ενός προγράμματος εκσυγχρονισμού έτσι ώστε να μπορεί η χώρα να ανταπεξέλθει στις ανάγκες του 21ου αιώνα: κατάργηση της στρατιωτικής θητείας, αναδιάρθρωση με βάση της εμπειρίες και μαθήματα των πρόσφατων πολέμων, δημιουργία ενός πιο ευέλικτου, σύγχρονου και τεχνολογικά εξελιγμένου στρατού. Ενός στρατεύματος που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να προσφέρει δυνατότητες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σε βάθος χρόνου. Όλα αυτά αποτελούν, κατά την άποψή μου, απαραίτητες βάσεις προτού μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια ουσιαστική συζήτηση για αξιοποίηση και ανάπτυξης της τεχνογνωσίας, επανατροφοδότηση της εγχώριας αγοράς με αμυντικά κονδύλια και δημιουργία οικοσυστημάτων. Και αυτό μόνον εφ’όσον έχουν απαντηθεί οι μέχρι τώρα αναπάντητες βασικές πλήν όμως θεωρητικές ερωτήσεις που έχουν να κάνουν με την πραγματική ανάγκη της Ελλάδος για αμυντικά κονδύλια αυτού του ύψους.

Τα τελευταία τριαντα πέντε περίπου χρόνια οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδος είναι άρρητα συνδεδεμένα με αυτές της Τουρκίας. Κι’όμως, παρά την μετριότητα (σε σχέση πάντα με τα παραδείγματα του Ισραήλ και των ΗΠΑ) της Τουρκικής αμυντικής μηχανής, η Ελλάδα καταφέρνει, όχι μόνον να μην δημιουργήσει τις συνθήκες και υποδομές για συνεργίες στις Ένοπλες Δυνάμεις με την ευρύτερη κοινωνία, αλλά να αγνοήσει ακόμη και βασικές επιχειρησιακές ανάγκες της άμυνας της χώρας. Θα αναφέρω δυο μικρά — και ίσως όχι τα καλύτερα δυνατά — παραδείγματα . Γνωστή σε πολλούς, χάριν στην κάλυψη από τα ΜΜΕ και το ιδιαίτερα μεγάλο κόστος τους, είναι η περίπτωση των πολεμικών αεροσκαφών: από την αρχική παραγγελία και συμμετοχή της Ελλάδος στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα Eurofighter Typhoon κοντά στις αρχές της δεκαετίας, μέχρι την ακύρωση και την μετέπειτα αγορά δεκάδων F16.

Η παραγγελία των Eurofighter συνεπάγετο κατασκευή μέρους των αεροσκαφών στην Ελλάδα. Αυτό πρακτικά μεταφράζεται σε εισαγωγή σημαντικής τεχνογνωσίας, δημιουργία αρκετών θέσεων εργασίας και σημαντικό κέρδος για το κράτος, ενώ θα εξασφάλιζε τη φθηνότερη παροχή ενός σαφώς πιο σύγχρονου αεροσκάφους για τη χώρα. Η αρχική παραγγελία αρχικά αναβλήθηκε από τη τελευταία κυβέρνηση Σημίτη, λόγω των Ολυμπιακών του 2004, ενώ αργότερα η κυβέρνηση Καραμανλή την ακύρωσε και αντικατέστησε με την αγορά αμερικάνικων F16 Block 52+, αεροσκάφων σαφώς κατώτερων στα σημεία και σε ιδιαίτερα ακριβή τιμή. Ας σημειωθεί πως αντίστοιχα αεροσκάφη έχει και η Τουρκία, με τη σημαντική διαφορά πως τα κατασκευάζει με άδεια εντός της χώρας εδώ και πολλά χρόνια ενώ σύντομα πρόκεται να τα αντικαταστήσει σταδιακά με αεροσκάφη πέμπτης γενιάς. Σήμερα, μερικά χρόνια μετά το ‘φιάσκο’ με τα Eurofighter, είναι ασαφές ποιό είναι το εξοπλιστικό μέλλον της ΠΑ. Ταυτόχρονα η γειτονική χώρα αποτελεί ιδρυτικό μέλος του consortium του αμερικάνικου F35 JSF, ενός ιδιαίτερα σύγχρονου και συνάμα οικονομικού αεροσκάφους που σίγουρα θα αποτελέσει βασικό μέρος του οπλοστασίου αρκετών χωρών και που ‘κουβαλά’ τεχνολογία και σχεδιαστική τεχνογνωσία από το ‘μεγαλύτερο’ και κατά πολύ ακριβότερο F22. Ένα αεροσκάφος κατά πολύ ανώτερο των F16 που σίγουρα θα αλλάξει κατά πολύ την ισορροπία δύναμης στη περιοχή.

Το δεύτερο παράδειγμα έχει να κάνει με πολύ πιο βασικές ελλείψεις. Από τα τυφέκια των στρατιωτών μέχρι τη δομή των Όπλων, τον αριθμό των στρατιωτών, την εκπαίδευσή τους: Η Ελλάδα χρησιμοποιεί ακόμη και σήμερα — σε συντριπτική πλειοψηφία και με μοναδικές εξαιρέσεις τις Ειδικές Δυνάμεις — τα HK G3A3, τυφέκια σχεδιασμού του 1959 — που στην Γερμανία (αλλά και τις περισσότερες άλλες χώρες που τα χρησιμοποιούν) έχουν αποσυρθεί από το 1997 και αντικασταθεί από το HK G36. Παράλληλα η Τουρκία έχει ήδη υπογράψει συμβόλαιο εγχώριας κατασκευής των κατά πολύ ανώτερων, ελαφρύτερων και σύγχρονων carbines HK416, σχεδιασμού του 2005. Το HK416 αποτελεί έναν βελτιωμένο κλώνο των αμερικάνικων Colt M4, του βασικού τυφεκίου των αμερικάνων στρατιωτών που έχει αντικασταστήσει το M16 εδώ και αρκετά χρόνια. To ΗΚ416 σχεδιάστηκε σε συνεργασία με τις αμερικάνικες ειδικές δυνάμεις (SOCOM Delta, SEALS) και έχει αποτελέσει την επιλογή ειδικών δυνάμεων αλλά και κάποιων πεζικών ως το βασικό τυφέκιο, μέσα σε ελάχιστα χρόνια διάθεσής του. Οι λόγοι; Πολλοί. Το HK416 είναι ελαφρύ, έχει τα λιγότερα jams από οποιοδήποτε assault rifle, ιδιαίτερα μεγάλη ακρίβεια, αντοχή σε άμμο, νερό κλπ. Η διεθνής στροφή προς τα carbines δεν είναι τυχαία: οι απαιτήσεις των σύγχρονων στρατιωτών είναι κατά πολύ διαφορετικές από αυτές των προκατόχων τους στις αρχές και μέσα του 20ου αιώνα. Όπλα σαν το HK416 προορίζονται και για χρήση εντός πόλεων, είναι ελαφρύτερα και πιο ανθεκτικά και έχουν δημιουργηθεί έτσι ώστε να μπορούν εύκολα να προσαρμοστούν σε διαφορετικές ανάγκες του κάθε Σώματος (σπονδυλωτός σχεδιασμός).

Η απόσυρση του G3 και η αντικατάστασή του με το HK416 σε καμία περίπτωση δε πρόκεται να λύσει τα προβλήματα του ΕΣ. Το αναφέρω απλώς ως ένα παράδειγμα αδιαφορίας για τις εξελίξεις, αδράνειας αλλά και σπατάλης· αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν σε ολόκληρο το φάσμα της υλικής υποδομής των ενόπλων δυνάμεων. Εκεί που η Τουρκία εξοπλίζεται, αριθμητικά αλλά και τεχνολογικά, προσπαθώντας να εισάγει τη κατασκευή οπλικών και άλλων συστημάτων υποστήριξης εντός της χώρας, βοηθώντας έτσι — στον βαθμό που είναι δυνατόν — την οικονομία της, η Ελλάδα παραμένει σε έναν τεχνολογικό μεσαίωνα, με στρατιώτες με ανεπαρκή, εάν όχι αστεία εκπαίδευση και σαφώς παρωχημένο οπλισμό, ενώ εξακολουθεί να ακριβοπληρώνει τον εισαγώμενο εξοπλισμό από τις μεγάλες χώρες-εξαγωγείς αμυντικών συστημάτων με ελάχιστο όφελος τόσο για τις ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον χώρο, όσο και για το επίπεδο τεχνογνωσίας της χώρας. Παράλληλα, το κόστος της στρατιωτικής μηχανής είναι τεράστιο, τα αποτελέσματα θλιβερά (και δύσκολα μετρήσιμα).
Η στρατιωτική εμπειρία των Η.Π.Α. και των υπόλοιπων μελών του NATO από τους πολέμους του Κόλπου, Αφγανιστάν και Ιράκ — ανεξαρτήτως της νομιμότητας ή ηθικής συνοχής τους — θα όφειλε να αποτελέσει βασικό κριτήριο και καταλύτης υπερ της αναδιάρθρωσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, έτσι ώστε συνολικά — τόσο από πλευράς δομής και εξοπλισμού — να πληρούν τις σύγχρονες προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, η κατάργηση της πολύμηνης θητείας και η μετάβαση σε έναν πλήρως επαγγελματικό στρατό είναι, θαρρώ, βασική προϋπόθεση για την όποια αναδιάρθρωση του στρατού. Η διατήρηση κάποιας, σύντομης, ενδεχομένως ουσιαστικότερης εκπαίδευσης όπως αυτή που πραγματοποιείται στην Ελβετία, θα ήταν ίσως ένας καλός συμβιβασμός. Η συνεργασία με τον ακαδημαϊκό χώρο και η αξιοποίηση των γνώσεων που αυτός παρέχει. Η δημιουργία κινήτρων σε έλληνες νέους για την εισαγωγή γνώσεων, εμπειρίας και τεχνογνωσίας από το εξωτερικό. Η προσπάθεια σύναψης συμβολαίων για κατασκευή σύγχρονων, τεχνολογικά εξελιγμένων αμυντικών συστημάτων εντός της Ελλάδος υπό άδεια από τον κατασκευαστή, και γιατί όχι, ο σχεδιασμός κάποιων υποσυστημάτων στην Ελλάδα.

Μέχρι να υπάρξουν βασικές αλλαγές όμως η σπατάλη στις ένοπλες δυνάμεις είναι και θα εξακολουθήσει να είναι τεράστια και τα παραπάνω ουτοπικά. Όσο το κράτος αγνοεί τις απαιτήσεις των καιρών και ξοδεύει εκατομμύρια σε συντήρηση ενός απαρχαιωμένου στρατού και υποδομών, όσο εθελοτυφλεί για τις προϋποθέσεις αλλά και τις δυνατότητες που η στρατιωτική μηχανή μπορεί να προσφέρει στη χώρα εν καιρώ ειρήνης δε μπορούμε να κοιτάμε τη συνεργία με τη βιομηχανία, την ανάπτυξη εγχώριας οικονομίας. Παρ’ότι το θέμα που θέτει ο Τάσσος είναι σαφώς βασικότερο των ενόπλων δυνάμεων και αγγίζει και τους τομείς της Παιδείας, της επιχειρηματικότητας κλπ., παρ’ότι η Ελλάδα είναι μια πολύ διαφορετική χώρα τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από το Ισραήλ, νομίζω πως, εαν δε θέλουμε να κάνουμε μια καθαρά ακαδημαϊκή (σχεδόν φιλοσοφική) συζήτηση, αν μη τι άλλο υπάρχουν πολύ βασικότερα ζητήματα προς επίλυση στις ένοπλες δυνάμεις προτού μπορέσουμε να μιλήσουμε για συνεργίες, ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας — ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπ’όψη την σημερινή κατάσταση στις ένοπλες δυνάμεις και τον ρυθμό βελτίωσης της.