Στην Ελλάδα φαίνεται πως έχουμε ‘λύσει’ το πρόβλημα προ πολλού. Ενώ τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια τάση επανεξέτασης της πολεοδόμησης και της συνύπαρξης ανθρώπινων καταυλισμών και φύσης στον δυτικό κόσμο, στην χώρα μας προχωρούμε στη ταχύτατη ανοικοδόμηση της Ανατολικής και Βόρειας Αττικής αλλά και της υπόλοιπης επικράτειας με τρόπο που δε διαφέρει σε τίποτα από αυτόν με τον οποίο κατέστρεψαν οι γηραιότεροι συμπολίτες μας την Αθήνα τα τελευταία σαράντα χρόνια. Κακή δόμηση, έλλειψη σχεδίου, εξαφάνιση των ανοιχτών χώρων, καταστροφή των όποιων οικοσυστημάτων και της φύσης, αυθαιρεσία, αδιαφορία, διαφθορά.
Η παραπάνω δορυφορική εικόνα προέρχεται επίσης από το Google Earth. Δυστυχώς δεν αποτελεί κοντινό πλάνο του DeathStar από κάποια ταινία Starwars, είναι η ελληνική πρωτεύουσα, η Αθήνα. Εαν αφήσετε το βέλος του ποντικιού σας πάνω στην εικόνα θα δείτε αντίστοιχα μια — ιδίου εμβαδού — εικόνα σχετικά κεντρικής περιοχής του Λονδίνου της Μ.Βρετανίας (αντίστοιχα κεντρικής με αυτή των Αθηνών). Η περιοχή που επέλεξα από το Λονδίνο δεν είναι σε καμία περίπτωση ιδιαίτερη αλλά θα έλεγα τυπική — υπάρχουν περιοχές με σαφώς περισσότερο πράσινο και ανοιχτούς χώρους στη πόλη αυτή αλλά και κάποιες — λίγες — περιοχές με λιγότερους ανοιχτούς χώρους και πιο πυκνή δόμηση. Η εικόνα της Αθήνας είναι επίσης χαρακτηριστική πολλών περιοχών πλησίον του κέντρου της πόλης: Νεάπολη, Κυψέλη, Γαλάτσι, Παγκράτι, Ιλίσια, Αμπελόκηποι κ.ο.κ. Οι εικόνες αυτές αποτελούν μέρος του παραδόξου της πραγματικότητος στη χώρα μας: παρ’ότι ως χώρα έχουμε σχετικά μεγάλη οικοδομήσιμη έκταση σε σχέση με τον πληθυσμό, παραμένουμε συγκεντρωμένοι σε μια ιδιαιτέρως μικρή περιοχή επηρεάζοντας έτσι αρνητικά το επίπεδο ζωής της πλειοψηφίας του πληθυσμού της. Παρ’ότι έχουμε δημιουργήσει ολόκληρο υπουργείο με σκοπό την αποκέντρωση, ο πληθυσμός στην επαρχία μειώνεται συνεχώς, οι εφιαλτικές μικρές πόλεις, κωμόπολεις και χωριά μαραζώνουν και η Αθήνα διογκώνεται συνεχώς και η ανοικοδόμηση συνεχίζει ανεξέλεγκτη. Από μεγαλύτερο ύψος, η ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή των Αθηνών θυμίζει γκρί παράσιτο πάνω στην Αττική. Ακόμη και από το διάστημα, δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, η Αθήνα φαντάζει — και είναι — εντελώς εχθρική στο περιβάλλον που τη φιλοξενεί. Συν τοις άλλοις, ακόμα και οι νέες οικοδομές συχνά στερούνται οποιασδήποτε στρατηγικής, μακροπρόθεσμης πολεδομικής μελέτης, όπως αποκαλύπτει η θέα που αντικρύζει κανείς στις ραγδαία ανοικοδομούμενες περιοχές της χώρας όπως τα Μεσόγεια Αττικής αλλά και αντίστοιχες περιοχές στην ευρύτερη περιοχή αστικών κέντρων όπως αυτό της Θεσσαλονίκης, του Ηρακλείου, της Πάτρας κ.ο.κ.
Και αυτό μας φέρνει στις μικρότερες πόλεις και τις κωμοπόλεις της χώρας. Εκεί που ο κανόνας θέλει τις μικρότερες πόλεις ανα την Ευρώπη να αποτελούν καλύτερα δομημένους καταυλισμούς, με πλήθος χώρων πρασίνου (συχνά λόγω της έλλειψης ανθρώπινης δραστηριότητας και όχι το αντίθετο) και με αρκετά καλό λόγο παροχών-κατοίκων (π.χ. γήπεδα, πάρκα, μουσεία) και ανώτερης ποιότητας κατασκευές (μεγαλύτερες οικίες και διαμερίσματα, περισσότερες μονοκατοικίες κλπ.) στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο. Οι μικρότερες ελληνικές πόλεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις αποτελούν μικρόγραφίες της κακοτεχνίας, του χάους και της βρωμιάς των Αθηνων αλλά στερούνται των οδικών δικτύων, των μέσων μαζικής μεταφοράς, του υποτυπώδους τέλος πάντων σχεδίου που ίσως διακρίνει κανείς στην Αθήνα.
Η ελληνική πραγματικότητα θέλει πολλούς (τους περισσότερους ίσως) πολιτικούς μηχανικούς, τους αρχιτέκτονες και πολεοδόμους να ξεχνούν όσα έμαθαν στο πανεπιστήμιο για το σχεδιασμό πόλεων (τα οποία ούτως ή άλλως μάλλον είναι ανεπαρκή) και να συμβιβάζονται με την απόλυτη διαφθορά που βρίσκει το πολεοδομικό σχέδιο, την εφαρμογή των συντελεστών δόμησης και κάνει την ανοικοδόμηση εν έτει 2007 να θυμίζει άλλες εποχές. Κι αν η ανάπτυξη της Αθήνας τις δεκαετίες του 1960 και 1970 έγινε βιαστικά, χωρίς πόρους και με βασικό παράγοντα τη συσσώρευση του πληθυσμού προς εύρεση εργασίας, η περαιτέρω ανάπτυξή της κατ’αυτόν τον τρόπο τις επόμενες δεκαετίες θα είναι απολύτως αδικαιολόγητη. Όμως αδικαιολόγητη είναι και η καταστροφή της Αθήνας μεταξύ 1970-1990 από
βέβηλους πολιτικούς μηχανικούς και ανύπαρκτο κρατικό έλεγχο· από το δημοτικό σχολέιο ακόμη, προ εικοσαετίας, θυμάμαι ομιλία κάποιου αρχιτέκτονα ο οποίος μας εξιστορούσε τις προσπάθειες/μελέτες από τη δεκαετία του 1950 που αφορούσαν στην προγραμματισμένη ανάπτυξη των Αθηνών και την μετέπειτα συνένωση αυτής με δορυφορικές σε αυτήν πόλεις ώστε να διατηρηθεί υψηλό επίπεδο τόσο στην κατασκευή κατοικιών όσο και στη διατήρηση του φυσικού πλούτου του Λεκανοπεδίου και την ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής της Αττικής και παραπέρα. Μελέτες που συμπεριελάμβαναν οδικές αρτηρίες, σιδηρόδρομο, χώρους πρασίνου, αθλητισμού, μέσω μαζικής μεταφοράς. Μελέτες που αγνοήθηκαν από σειρά κυβερνήσεων για δεκαετίες μέχρι που πια ήταν πολύ αργά. Θλίβομαι που δε θυμάμαι τα ονόματα που αναφέρθηκαν εν τάχει κατα τη διάρκεια της παρουσίασης καθώς θα με ενδιέφερε να βρώ αυτές τις μελέτες και να τις κοιτάξω. Όχι ως ειδικός, και όχι ως μηχανικός αλλά ως πολίτης. Ένας γνωστός μου, μου έλεγε προ κάποιων ετών πως πολλά από τα προβλήματα των Αθηνών είναι αποτέλεσμα παντελούς έλλειψης της οποισδήποτε μελέτης και όχι έλλειψης οικονομικών πόρων. Για παράδειγμα, προς έκπληξή μου, μου περιέγραφε πως μόνον μια μικρή γωνιακή απόκλιση μεγάλων οδών της Αθήνας (Λεωφόροι Κηφισίας, Μεσογείων κλπ.) θα βοηθούσε σημαντικά στη μείωση της θερμοκρασίας στη πόλη ευθυγραμμίζοντας τις οδούς με τα φυσικά ρεύματα του αέρα όπως αυτά καθοδηγούνται από τα ορεινά και ημιορεινά που περικυκλώνουν τη πόλη. Εντυπωσιακό. Κι’όμως όλη αυτή η αξιοθαύμαστη προσπάθεια και μελέτη, όλη αυτή η έρευνα φαίνεται πλέον περιττή. Φαντάζει σαν μια μάταιη άσκηση, μέρος μιας ακαδημαϊκής εξέτασης, έναν σαρκασμό από τη πλευρά των ακαδημαϊκών και όχι στρατηγική.
Πρώτον, γιατί και να μπορούσαμε να περιστρέψουμε τις εν λόγω λεωφόρους, τα προβλήματα της Αθήνας είναι τόσα πολλά που η μείωση της θερμοκρασίας κατα τις θερμές περιόδους είναι το κερασάκι στη τούρτα. Διότι εαν μπορούσαμε να διορθώσουμε τη γωνία των μεγάλων οδικών αρτηριών, θα μπορούσαμε να ξαναχτίσουμε τη πόλη. Δυστυχώς, δε μπορούμε. Δεύτερον, διότι παρά την, έρευνα πολλές από τις νέες περιοχές της Αθήνας αλλά και αρκετά νέα προάστια γύρω από αυτής μόνον καλοσχεδιασμένα δεν φαίνονται να είναι. Πρόσφατα είδα στο ‘youtube κανάλι’ του Στέφανου Μάνου την άποψή του σχετικά με τη δημιουργία πάρκων στην Αθήνα με απαλλωτρίωση κάποιων σπιτιών και οικοπέδων. Και κάτι τέτοιο είναι — προφανώς — μια ορθότατη και λογική λύση όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια ζούγκλα όπως αυτή των Αθηνών, μια λύση όμως που φαίνεται τόσο ουτοπική όταν αναλογισθεί κανείς την ελληνική πραγματικότητα που δύσκολα μπορεί κανείς να τη θεωρήσει ρεαλιστική: Πρώτα απ’όλα η νομοθεσία ήδη υποχρεώνει τους κατασκευαστές/πολιτικούς μηχανικούς την ύπαρξη σημαντικού εμβαδού χώρων πρασίνου. Ακόμη και σε νέες οικοδομές ο κανονισμός δε τηρείται: κάποιοι χρηματίζουν, άλλοι ευνοούνται από την έλλειψη ελέγχων. Το ζήτημα της πολεοδομίας είναι τεράστιο· αυθαίρετα σπίτια χτίζονται ακόμη και σήμερα, πολλές φορές σε περιοχές που μέχρι προ μερικών ετών αποτελούσαν δασικές εκτάσεις και πλέον αποτελούν καμμένες δασικές εκτάσεις. Το κτηματολόγιο, δυστυχώς, δεν είναι ακόμη έτοιμο στον βαθμό που απαιτείται ώστε να μπορέσει να εφαρμοσθεί μια ουσιαστική πολιτική σχετικά με τις αυθαίρετες οικοδομές και τη προστασία της φύσης. Τέλος, πιστεύω πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα με τον περιορισμένο χρόνο πολιτικής θητείας, την έλλειψη δικλείδων ασφαλείας (γερουσία, πρόεδρος) και την εν πολλοίς τυπική ύπαρξη ειδικών ‘επιτροπών’ αδυνατεί να φέρει σε πέρας τις ιδιαίτερα κοστοβόρες και χρονοβόρες αλλαγές που η πρόταση του κ.Μάνου θα επέφερε. Με άλλα λόγια, το οικονομικό και πολιτικό κόστος είναι τεράστιο και ακόμη κι αν κάποιος γενναίος/αδιάφθορος/ανιδιοτελής πολιτικός αποφάσιζε να το πραγματοποιήσει θαρρώ πως η τεράστια γραφειοκρατική μηχανή και η πανίσχυρη ελληνική διαφθορά μάλλον θα τσεκούρωναν τα όποια καλόβουλα σχέδια του: όταν αδυνατεί η ελληνική Πολιτεία να αντιδράσει στις νέες, ατομικές παρανομίες, ατασθαλίες, παραβάσεις, αυθαιρεσίες, στο θεσμικό επίπεδο, τότε πως μπορούμε να θεωρήσουμε εφικτή την εκτέλεση ενός τόσο μεγαλόπνοου σχεδίου που καταπιάνεται με τη μαζική, οργανωμένη αντιμετώπιση των δεκάδων (εκατοντάδων ίσως) σφαλμάτων, την απαλλωτρίωση αντιστοίχως πολλών οικοπέδων και κατοικιών και τη δημιουργία νέων ανοιχτών χώρων στη πόλη;
Όμως δεν είναι μόνον η τραγική εικόνα που έχει να επιδείξει η ελληνική πρωτεύουσα, η θλιβερή έλλειψη πρασίνου, ανοιχτών χώρων, χαμηλών κτηρίων, το χάος των αυτοκινήτων και του κυκλοφοριακού, η βρώμα και το καυσαέριο. Είναι πρωτίστως η παντελής αδιαφορία των εκατομμυρίων κατοίκων αυτής της τσιμεντένιας κόλασης που όχι απλώς δεν ενδιαφέρονται για τη βελτίωση της αλλά αγνοούν τους λόγους για τους οποίους η Αθήνα του 2030 δε θα είναι βιώσιμη πόλη αν συνεχίσει να αναπτύσσεται με τον τρόπο και τον ρυθμό που αυτό συμβαίνει σήμερα αλλά συχνά, όντας παραπλανημένοι, παραπλανούν και τους άλλους σχετικά με την κατάντια της Αθήνας, αναφερόμενοι στη γοητεία της νυκτερινής ζωής και τα λιγοστά πιο ‘ζεστά’ (βλ. ελκυστικά) σημεία της πόλης. Στο ίδιο καλούπι με την έλλειψη παιδείας, φιλοδοξίας και σκέψης που θέλουν νέους να ονειρεύονται μια θέση στο υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα της Ελλάδος, που συμβιβάζονται με την παρανομία ή τη διαφθορά, υπάρχει και η κατάρα της αντιπαροχής που σε συνδυασμό με την υπολειτουργούσα κρατική μηχανή οδηγεί ακόμη και σήμερα στην αυθαίρετη δόμηση και διόγκωση της τσιμεντένιας ζούγκλας. Και αυτό είναι ίσως το θλιβερότερο όλων: η Αθήνα και το χάλι της δεν είναι παρα ένας καθρέπτης των κατοίκων της.
Το άρθρο αυτό αποτελεί συνέχεια του άρθρου Metropolis