Εκλογές σε ένα μήνα λοιπόν, όπως ήταν αναμενόμενο εδώ και καιρό. Η επιλογή της Νέας Δημοκρατίας για εκλογές-αστραπή είναι — ίσως — η ύστατη προσπάθεια περιορισμού των ζημιών που προκαλεί η συνεχιζόμενη παραμονή της στη κυβέρνηση.
Γιατί, ως γνωστόν, η δημοκρατία στη χώρα μας, στον βαθμό που υφίσταται, ξεκινά και τελειώνει την ημέρα των εκλογών.
Και αν — για κάποιο λόγο — οι ψηφοφόροι έχουν πρόσφατα επιστρέψει από τις διακοπές τους και είναι ακόμη ‘ζαλισμένοι’ από τον Αυγουστιάτικο ήλιο, εαν η μισή προεκλογική περίοδος γίνεται μέσα στον Αύγουστο οπότε και σημαντικό μέρος του πληθυσμού θα ασχολείται με τις διακοπές του, εαν αποτραπεί ο περαιτέρω εξευτελισμός κυβερνητικών στελέχων που θα επέφεραν πιθανόν οι προεκλογικές και δικαστικές διαδικασίες ασχετικά με τα πολυάριθμα ‘σκάνδαλα’ (ή αν προτιμάτε ευτράπελα) που συνέβησαν τα τρία τελευταία χρόνια, μάλλον θα έχει αρκετά περισσότερες πιθανότητες επανεκλογής από αυτές που θα είχε εαν περίμενε μέχρι τον χειμώνα ή τον ερχόμενο Μάρτιο.
Στο χρόνο μεταξύ των εκλογών όλοι φαίνονται να συμβιβάζονται με τη μετριότητα, τη διαφθορά, τα σκάνδαλα, την αδιαφορία, τη κλεψιά, τη παρανομία, το μέσο, το ρουσφέτι, το βόλεμα. Πολλές φορές συνοδευόμενη από αγανάκτηση και γκρίνια από τους ψηφοφόρους, όμως πολύ συχνά ακολουθούμενη από την — εντελώς αψυχολόγητη — στροφή τους, λίγες εβδομάδες, ημέρες ίσως, πριν τις εκλογές: σαν πρόβατα οι ψηφοφόροι ξεχνούν και ξαναδίνουν μια ακόμη ψήφο προς αυτά μέχρις ότου απογοητευτούν ξανά μερικούς μήνες αργότερα. Είναι μήπως παθολογική η κατάσταση του έλληνα ψηφοφόρου;
Πως αλλιώς μπορεί κανείς να εξηγήσει τον τρόπο που οι (αρκετοί) κομματικοποιημένοι συμπολίτες μας παραβλέπουν το χάλι στο οποίο ζούν, τα αίσχη που τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν δηλώσει, πράξει, αγνοήσει, επικροτήσει, ενισχύσει, συγκαλύψει τη τελευταία τριαντακονταετία. Τους ανίκανους (στη καλύτερη) και διεφθαρμένους (στη χειρότερη) υπουργούς, πολιτικούς, μεγαλόστελέχη. Τους αδιάφορους, κάποιες φορές εντελώς σάπιους βουλευτές και τις ‘προσοδοφόρες’, γι’αυτούς, ‘φωτογραφικές διατάξεις’ που νύχτα ψηφίζουν στη Βουλή. Ανθρώπους που οι ίδιοι έχουν κατακρίνει πολλές φορές και οι οποίοι έχουν επανελλημένως αποδείξει την ανικανότητα τους, αλλά που στο τέλος ξανακερδίζουν τη ψήφο τους.
Quis custodiet ipsos custodes?
Ο δικομματισμός και το, στη τεράστια πλειοψηφία του, όχι ιδιαίτερα ευφυές εκλογικό σώμα που τον υποστηρίζει, θρέφει και χρηματοδοτεί εδώ και αρκετές δεκαετίες, είναι ίσως το βασικότερο εμπόδιο για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική πρόοδο της Ελλάδος. Όμως δεν είναι μόνον ο δικομματισμός (και η ανοχή αυτού) που ευθύνεται για τον διεθνή εξευτελισμό της χώρας μας.
Έχουμε δημιουργήσει ένα ιδιότυπο πολιτικό πλαίσιο λειτουργίας (ένα “σύστημα”) που, σε συνδυασμό με τη νοοτροπία που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος αυτού του έθνους, πρακτικά αποτελεί μονόδρομο προς την καταστροφή. Ένας μονόδρομος που δημιουργεί ολοένα και μεγαλύτερα προβλήματα και από τον οποίο έξοδο αποτελεί η λύση που έχουν δώσει αρκετοί στοχαστές, συμπεριλαμβανομένου του Πλάτωνα, από τον 5ο αιώνα π.Χ.: ο μόνος τρόπος ελέγχου σε ένα ιεραρχικό κοινωνικό σύστημα όπου υποσύνολο του πληθυσμού κατέχει εξουσία είναι η αυτορρύθμιση.
Η εφαρμογή συστημάτων αυτορρύθμισης σε δημοκρατικές κοινωνίες είναι επιβεβλημένη και βασική δικλείδα ασφαλείας κατάχρησης εξουσίας. Σε απάντηση λοιπόν της ερώτησης/επικεφαλίδας “Ποιός θα φυλάξει τους φύλακες;”, οι ίδιοι οι φύλακες θα προσέχουν τους εαυτούς τους. Στα πλαίσια ενός δημοκρατικού πολιτεύματος αυτό πραγματοποιείται με ποικίλους τρόπους. Πέραν από τον — απαραίτητο — διαχωρισμό των τριών εξουσιών, συχνά η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία διαιρείται περαιτέρω: Γερουσία και Βουλή στο νομοθετικό έργο και Πρόεδρος και Πρωθυπουργός στο εκτελεστικό. Τρανό παράδειγμα της σημασίας της κατάτμησης των εξουσιών αποτελούν οι ΗΠΑ με το Κονγκρέσο, τη Γερουσία και τη Κυβέρνηση/Πρόεδρο καθώς και η Γαλλία με τον Πρόεδρο και τη Κυβέρνηση πολλές φορές να διαφωνούν. Επιπλέον παραδείγματα υπάρχουν πολλά: οι Γερμανία, Ιταλία, Βρετανία και πλήθος άλλων δημοκρατικών χωρών διανέμουν τις εξουσίες έτσι ώστε να μεγιστοποιείται ο έλεγχος των όποιων πράξεων των ‘κυβερνώντων’. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται καλύτερος έλεγχος και μετρίασμα της εξουσίας. Η αντιπολίτευση έχει πρακτική αξία, σε αντίθεση με το λαϊκίστικο τσίρκο που αποτελεί η βουλευτική και και αντιπολιτευτική δραστηριότητα στη χώρα μας.
Όλως περιέργως, στο παρελθόν η Ελλάδα είχε και Γερουσία αλλά και Πρόεδρο με αρκετές εξουσίες ώστε να επιτελέσει σημαντικό έργο ελέγχου της κυβέρνησης αλλά και του νομοθετικού προϊόντος της Βουλης. Γερουσία υπήρξε στην Ελλάδα για έξι χρόνια, από το 1929 μέχρι και το 1935 οπότε και καταργήθηκε. Βέβαια θα πρέπει κανείς να λάβει υπ΄όψην του το πολιτικό κλίμα στη χώρα τότε, τη θέση του βασιλιά, τις ανάγκες της χώρας και τις ‘εξωτερικές’ αλλά και εσωτερικές πιέσεις. Αντίστοιχα, για περίπου μια δεκαετία μετά την Μεταπολίτευση, ο Πρόεδρος της Ελλάδος απελάμβανε αρκετών εξουσιών και είχε σημαντικό λόγο και ισχύ, μέχρι που ο Ανδρέας Παπανδρέου αποφάσισε να τον ξεφορτωθεί ώστε να μπορέσει να συγκεντρώσει στο πρόσωπό του τις εξουσίες αυτές στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Σε συνδυασμό με σειρά εκλογικών νόμων που ενισχύουν το κυβερνών κόμμα η (φαινομενική) εξουσία αυτού προσεγγίζει το απόλυτο. Μέχρι να αρχίσουν να τα βάζουν με τη τεράστια συνδυκαλιστική μηχανή του δημοσίου δηλαδή…
Στη προσπάθεια τους να ξεχάσουν το σκοτεινό παρελθόν της πολιτικής αστάθειας, της δικτατορίας, του εμφυλίου, γενιές Ελλήνων εξωραΐζουν, ή έχουν μάθει να αποδέχονται, την όποια ατασθαλία των πολιτικών, την διαφθορά, τη παρακμή. ‘Ευλογούν’ τη γενιά του Πολυτεχνείου για τα κατορθώματά της και παραβλέπουν τα τεράστια παραπτώματα που τα ίδια αυτά άτομα έχουν διαπράξει εδώ και τριάντα χρόνια. Στο βωμό της προσωπικής ή κομματικής εξουσίας, του πλουτισμού, του λαϊκισμού και της δήθεν ‘πολιτικής σταθερότητος’ και κάτω από το ιερό πέπλο της Μεταπολίτευσης, της νέας αυτής λαμπρής, δημοκρατικής εποχής όπου όλα τα πολιτικά προβλήματα της Ελλάδος κρύβωνται κάτω από το χαλί του παρελόντος και ξεχνιούνται, συντηρείται ένα Πολιτικό σύστημα όπου ο εκλεγμένος είναι ακλόνητος και δε δίνει λογαριασμό σε κάνενα.
Κι’ομως, η μόνη σταθερότης που έχει επιφέρει το σύστημα του δικομματισμού και της απόλυτης εξουσίας στην Ελλάδα είναι η αφόρητη, δικτατορική σχεδόν, μετριότητα του δημοσίου, η διαφθορά, η φτώχια και οι υπερόπτες φλύαροι πολιτικοί.
Υπάρχει τέλος;
Ίσως κατηγορηθώ για μονομέρεια και υπερβολή στη κριτική μου για το πολιτικό σύστημα της Ελλάδος, τη πρόοδο της χώρας και τα δύο μεγάλα κόμματα· ίσως κάποιοι προχωρήσουν σε χαρακτηρισμούς εμπάθειας και υπερβολικού σαρκασμού. Ο δικομματισμός και η έλλειψη δικλείδων ασφαλείας στη κατανομή των εξουσιών έχει με βεβαιότητα επιφέρει σταθερότητα — μια σταθερότητα που δεν είναι απαραίτητα ιδιαίτερα ευχάριστη. Κανείς δε θα αμφισβητήσει πως οι κυβερνήσεις στη χώρα μας είναι κατα κανόνα σταθερές. Σίγουρα δεν μοιάζουμε με την Ιταλία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, με τις αναρίθμητες κυβερνήσεις ανα δεκαετία και τις συνεχείς εκλογές. Η κυβέρνηση έχει — θεσμικά αν και όχι απαραίτητα πρακτικά — τεράστια ισχύ και ελευθερία να εφαρμόσει το πρόγραμμά της.
Είμαστε όμως καλύτεροί; Με βεβαιότητα πιστεύω πως όχι. Είμαστε η Μεταπολιτευτική Ελλάδα, με τις σταθερές κυβερνήσεις μας, το ‘σταθερό’, προβλέψιμο αποτέλεσμα της εκλογής ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα με τα ίδια αθάνατα απεχθή στελέχη, το ‘σταθερό’ πολιτικό κρυφτούλι, τις φωνές και τα τηλεοπτικά ‘παράθυρα’, τις σαρκαστικές ψευδορητορικές δηλώσεις από εκπροσώπους τύπου και τον κενό αντιπολιτευτικό λόγο παράλληλα με μια σταθερά υποβιβαζόμενη, ολοένα και δυσχερέστερη θέση της χώρας στη διεθνή και ευρωπαϊκή κοινότητα. Είναι επίσης πλέον ‘σταθερή’ αξία και η αδιαφορία του κόσμου για τα κοινά, κάτι θλιβερό αν και όχι παράλογο.
Το πολιτικό σύστημα της χώρας μας δεν είναι εύκολο να βελτιωθεί αυθημερόν. Πολλοί ίσως θεωρήσουν την ύπαρξη ‘δύο’ βουλευτικών σωμάτων (ή τέλος πάντων μιας Γερουσίας και μιας Βουλής) ιδιαίτερα πολύπλοκη. Άλλοι ίσως θεωρήσουν την ενίσχυση του θεσμού του Προέδρου σε κάτι παραπάνω από συμβολικό αξίωμα και τελετουργική μαριονέτα ριψοκίνδυνη για τη σταθερότητα της εκάστοτε κυβέρνησης. Όπως και να έχει κανένας πρωθυπουργός δε θα επιλέξει εκουσίως να μειώσει την εξουσία του ενισχύωντας αυτή ενός Προέδρου που ίσως να βρίσκεται σε έναν ιδεολογικό αντίποδα και πιθανόν να αποτρέψει την ολοκλήρωση του έργου της κυβέρνησης.
Όμως πέραν από τα βασικότατα προβλήματα του συστήματος, η κατάντια της χώρας μας οφείλεται στο ότι επιτρέπουμε, εναποθέτουμε τη διακυβέρνησή της σε μια ομάδα ατόμων που — ασχέτως ιδεολογικής θέσης — έχει αποδείξει επανελλημένως την απόλυτη ανικανότητα της να κυβερνήσει τον τόπο.
Αν ψηφίσετε στις 16 Σεπτεμβρίου 2007 και δεν έχετε κατασταλλάξει για τη ψήφο σας, σκεφθείτε καλά πριν επιλέξετε ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα. Αυτό που επιτρέπει, χρόνια τώρα, να εξακολουθεί η τραγική διακυβέρνηση της χώρας είναι η σιγουριά της ψήφου σας. Εαν δεν είστε ‘αποφασισμένη/ος’ ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ και πιστεύετε πως η ψήφος σας ‘δε μετράει’ κάνετε λάθος. Έαν έχετε σιχαθεί τον δικομματισμό και είστε βέβαιοι πως ό,τι και να ψηφίσετε το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο, δοκιμάστε να ψηφίσετε ένα μικρότερο κόμμα που συμφωνεί με ή προσεγγίζει τις ιδεολογικές σας θέσεις (υπάρχουν πολλά) ή που τέλος πάντων θεωρείτε αξιόλογο ή έστω, λιγότερο επικίνδυνο από τα άλλα, αντί να ψηφίσετε λευκό, άκυρο ή να ενισχύσετε ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα. Το ότι το ΠΑΣΟΚ ή η ΝΔ θα κερδίσουν και αυτές τις εκλογές είναι σχεδόν βέβαιο. Όμως η δημοκρατία δε πρέπει να σταματά εκεί και το ότι θα κερδίσει ένα από αυτά τα δύο κόμματα τις εκλογές δεν σημαίνει πως πρέπει σώνει και καλά να το υποστηρίξουμε.
Η ‘αλλαγή’ θα επέλθει όταν οι έλληνες συνειδητοποιήσουν πως η δημοκρατία δε σταματά την επομένη των εκλογών. Πως η ύπαρξη περισσότερων κομμάτων στη Βουλή, η πιθανή αδυναμία και υποχρεώση των δύο μεγάλων κομμάτων σε σύναψη συμμαχιών με μικρότερα κόμματα και η πολυφωνία μόνον καλό μπορούν να κάνουν σε αυτόν τον τόπο. Μια Βουλή των πέντε ή έξι κομμάτων θα ήταν ίσως η καλύτερη δυνατή λύση για τη δημοκρατία. Ίσως κάποτε η πολυφωνία αυτή να οδηγήσει στην σύσταση ενός καλύτερου, δημοκρατικότερου και συνάμα αποτελεσματικού Πολιτικού Συστήματος στην χώρα μας. Μέχρι τότε αρκεί να μην σπαταλήσετε άδικα τη ψήφο σας.