Παρακολούθησα εχθές το βράδυ με αρκετό ενδιαφέρον τη συνέντευξη που έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας, υποψήφιος πρόεδρος του Συνασπισμού. Η συνέντευξη αυτή αποτελεί σημείο σταθμό για τα ελληνικά δεδομένα. Και αυτό όχι λόγω του εν λόγω πολιτικού, όχι λόγω των απαντήσεων που έδωσε, όχι λόγω των ερωτήσεων που του ασκήθηκαν αλλά επειδή αποτελεί απτή απόδειξη πως η κοινωνία είναι ικανή, δίχως οποιαδήποτε συμμετοχή, εξάρτηση ή υποστήριξη εμπορικών, αδιαφανών οργανισμών — όπως τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Δίχως την προηγούμενη διασυμβούλευση ‘ειδημόνων’ επικοινωνίας, δίχως προκαθορισμένες ερωτήσεις ή ‘κόκκινες γραμμές’.
Απέδειξε, εν ολίγοις, πως εαν πραγματικά το θέλουμε, είμαστε ικανοί, ως κοινωνία, να εκδημοκρατίσουμε το — σαφώς πάσχον — πολίτευμα μας, ξεκινώντας από τη ρίζα: τους πολιτικούς. Μέσω αυτοοργανωμένων, διαφανών, ανοιχτών συνεντέυξεων, δίχως διαφημίσεις, καλοχτενισμένους και καλοντυμένους δημοσιογράφους να ‘χαϊδεύουν’ τα αυτιά των πολιτικών, δίχως χρονικά όρια λόγω ‘τηλεοπτικού χρόνου’. Δίχως ‘καλής ποιότητας’, καλοστημένων ‘ακριβών’ στούντιο. Μέσω συμμετοχής του κόσμου. Και γιατί όχι, μέσω διαδικτυακών debates.
Η χθεσινή συνέντευξη του Α. Τσίπρα από τον Ματθαίο Τσιμιτάκη δεν ήταν ιδιαίτερα ‘επαγγελματική’. Ο πρώτος έβρισκε ευκαιρίες να φλυαρήσει, ο δεύτερος συχνά δε κατάφερνε να ελέγχει τον ρυθμό της συνέντευξης. Η ζωντανή μετάδοση είχε ελάχιστη σημασία, δεδομένης της περιορισμένης συμμετοχής των ακροατών. Ο χρόνος, παρ’ότι αρκετός, ήταν ίσως τελικά λίγος — και με βεβαιότητα θα ήταν απολύτως ανεπαρκής εαν βρισκόμασταν σε προεκλογική περίοδο και όχι προ της εκλογής του προέδρου ενός μικρού κόμματος.
Όμως τίποτε από αυτά δεν αφαιρούν από το τελικό αποτέλεσμα. Την επόμενη ημέρα αυτό που μετράει είναι η προστασία του θεσμού από τη κατάχρηση, την υπερπροβολή και τη διαστρέβλωση, η προώθηση του ως μέσο επικοινωνίας και έκφρασης των πολιτικών, απαίτηση ίσως του κόσμου. Σε ένα δημοκρατικότερο φόρουμ, μια ευκαιρία αλληλεπίδρασης των πολιτών με τους πολιτικούς, όχι αντιπροσωπευόμενοι — για μια ακόμη φορά — από ‘επαγγελματίες’, αλλά άμεσα.
Η συνέντευξη έκανε ευκρινέστερα τα όνειρα ενός κόσμου όπου οι υποψήφιοι πολιτικοί δουλεύουν σκληρά για να σε πείσουν. Ένα κόσμο όπου ο πολιτικός θα υπομένει μια ή περισσότερες, πολύωρες συνεντεύξεις/συζητήσεις, όπου το κοινό θα μπορεί άμεσα και χωρίς καθυστέρηση να υποβάλλει ερωτήσεις και υπο τον έλεγχο δύο, τριών ή πέντε νηφάλιων και (στα πλαίσια της συζήτησης) ουδέτερων καθοδηγητών. Χωρίς σενάριο, χωρίς συμβούλους, χωρίς διακοπές.
Στο άρθρο μου αυτό, απέφυγα επίτηδες την όποια αναφορά στο περιεχόμενο της συνέντευξης, τις απαντήσεις του Α.Τσίπρα, την ειλικρίνεια του όλου εγχειρήματος ή την όποια επικοινωνιακή βάση υπο την οποία πραγματοποιήθηκε. Όχι επειδή δε με ενδιαφέρει η πολιτική ή οι θέσεις του συγκεκριμένου πολιτικού και σίγουρα όχι επειδή δεν συνειδητοποιώ την επικοινωνιακή διάσταση του όλου εγχειρήματος.
Απέφυγα να τα σχολιάσω γιατί, τελικά, πιστεύω πως δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, και σίγουρα όχι εν συγκρίσει με το εγχείρημα αυτό καθεαυτό. Εύχομαι πως η χθεσινή συνέντευξη δεν θα είναι παρα η αρχή και πρόδρομος μιας νέας εποχής ουσιαστικότερης επικοινωνίας των πολιτικών με τους πολίτες.