Πριν από μερικά χρόνια, διάβασα ένα άρθρο στο BBC γραμμένο από τον Aubrey de Grey, ερευνητή στο Cambridge, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ ισχυριζόταν πως “πιστεύει πως το πρώτο άτομο που θα ζήσει μέχρι τα 1000 ίσως να είναι ήδη 60 σήμερα”. Οι δηλώσεις του τότε προκάλεσαν αντιδράσεις σε μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις Η.Π.Α., όχι μόνον λόγω της ακρότητος της, αλλά και επειδή το όριο της χιλιετίας δεν ήταν βιολογικό αλλά στατιστικό, βάσει της πιθανότητας μη-βιολογικού θανάτου (π.χ. από ατύχημα). Αμεσότερα αμφισβητήσιμο το χρονικό διάστημα 10 ετών (στην χειρότερη 15), μέχρις ότου η επιστήμη/τεχνολογία θα έχει φτάσει στο σημείο να εφαρμοσθεί, ασφαλώς και οικονομικά, σε ανθρώπους επιμηκύνοντας σημαντικά τη ζωή τους. Και αυτά χωρίς να λάβουμε υπ’όψην τα οφέλη που θα αποκομίσουμε καταφέρνωντας να θεραπεύσουμε πληθώρα ανίατων, σήμερα, ασθενιών.
Εκείνη την εποχή, σε μια καθημερινή συζήτηση στο Senior Common Room του Imperial με φίλους, φοιτητές/ερευνητές/καθηγητές βιο{τεχνολογίας,λογίας,πληφορορικής}, γρήγορα απέκτησα την εντύπωση πως λίγης εκτίμησης έχαιραν εν γένει οι δηλώσεις του de Grey από τη πλειοψηφία των συμμετέχοντων, σίγουρα πολύ πιο ενημερωμένων στο θέμα από εμένα. Κι όμως, πέραν της ακρότητος του επιχειρήματος, της αμφισβητίσημης γενικότερης επιστημονικής αξίας, της εκκεντρικότητος (ή αν προτιμάτε το αξιοπερίεργο) του συγκεκριμένου ερευνητή, η ακαδημαϊκή θέση του, το αδιαμφισβήτητο κύρος του οργανισμού στον οποίο εργάζεται (το Cambridge πέραν της δικής του αναμφισβήτητης ακαδημαϊκής αξίας, συνεργάζεται αρκετά στενά και με το Wellcome Trust Sanger Institute [στο Wikipedia], ένα από τα σημαντικότερα κέντρα γονιδιακής έρευνας στον κόσμο) σίγουρα δυσκολεύουν την άμεση απόρριψη των επιχειρημάτων του. Πόσες φορές άλλωστε στην ιστορία το επιστημονικό κεκτημένο έχει υποστηριχθεί με πάθος από μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητος μέχρις ότου κάποιος/κάποιοι προκαλέσουν μια σημαντική αλλαγή σε αυτό;
Aυτό το Σαββατοκύριακο ακούγωντας μια βραδυνή εκπομπή του BBC World Service, το Science in Action, άκουσα για την ανακάλυψη ερευνητών από το Εδιμβούργο μιας νέας ιδιότητας της προτεΐνης nanog που πρακτικά επιτρέπει την ‘επισκευή’ κυττάρων μέσω της ενίσχυση της δυνατότητας των κυττάρων να επανέλθουν σε μορφή εμβρυακών stem cells και να επαναπρογραμματισθούν/εξελιχθούν σε οποιοδήποτε κύτταρο χρειάζεται.
Αν και ακόμη πολύ μακριά από την υπόσχεση αιώνιας νεότητας, η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαιτέρως σημαντική καθώς παρακάμπτει τα ηθικονομικά προβλήματα ‘εκμετάλλευσης’ ανθρώπινων εμβρύων (μέχρι σήμερα η μοναδική πηγή stem cells) για έρευνα: μέσω της επαναφοράς κυττάρων ενηλίκων σε μορφή stem cells επιτρέπει τον επαναπρογραμματισμό και ιδανικά τη θεράπευση ασθενιών ή ‘πάγωμα’ (καθυστέρηση) της γήρανσης, χωρίς να εμπλέκονται έμβρυα ανθρώπων ή ζώων, σε κανένα στάδιο της έρευνας.
Πέραν όμως της επιστημονικής/ακαδημαϊκής κοινότητας — η όποια δικαιολογημένα ίσως δυσκολεύεται να δεχθεί έστω και ως πιθανότητα την εκτίμηση του de Gray — πόσο έτοιμη είναι η κοινωνία της Δύσης για μια τέτοια εξέλιξη; Κάτι τέτοιο θα άλλαζε άρδην τη καθημερινότητα όσων ανθρώπων είχαν αυτή τη δυνατότητα: από κοινωνικά ζητήματα ιατρικής περίθαλψης, παραγωγικότητος, στρατιωτικής ισχύος μέχρι την νεα ατομική πραγματικότητα: αιώνια νεότητα, αναπαραγωγή, τρόπος ζωής/εξέλιξης κ.ο.κ. Οι αλλαγές αυτές θα είχαν επιπτώσεις σε όλες τις πτυχές του πολιτισμού μας όπως τον γνωρίζουμε.
Φυσικά, και να υπήρχε αυτή η τεχνολογία μέσα στις επόμενες δεκαετίας, είμαι βέβαιος πως η διάθεση της στο ευρύ κοινό, έστω και στις πιο ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη, θα ήταν σίγουρα αυστηρά ελεγχόμενη, με μικρή διάδοση και αναμφισβήτητα ακριβή. Κι’όμως, η πιθανότητα είναι αρκετή ως κίνητρο/έναυσμα κοινωνικής, φιλοσοφικής και επιστημονικής αναζήτησης — η τεχνολογική και επιστημονική πρόοδος επιταχύνει συνεχώς. Αν κάτι τέτοιο συμβέι ο πλανήτης μας θα αλλάξει δραστικά. Το αν (και πώς) θα είναι, εν τέλει, προς όφελος της ανθρωπότητος εν γένει είναι, προς στιγμήν, αβέβαιο, ελλείψει μιας κατανόησης και προσαρμογής της κοινωνικής και πολιτισμικής δομής στη νέα αυτή πραγματικότητα.