Με περίπου 30% νικητής του πρώτου γύρου των Προεδρικών εκλογών στη Γαλλία είναι ο Νικολά Σαρκοζύ, πρώην ‘προστατευόμενος’ του κ. Σιράκ, Υπουργός Εσωτερικών μέχρι προ ολίγων εβδομάδων και ιδιαίτερα αμφιλεγόμενης αξίας ηγέτης του συντηρητικού κόμματος UMP. Η ‘σοσιαλίστρια’ Σεγκολέν Ρουαγιάλ, δεύτερη με ~25% αφήνει αρκετά πίσω τον Φρανσουά Μπαϊρού, κεντρώο, πρώην μέλος του UMP ο οποίος απέσπασε μόλις το 18.5% των ψήφων. Αρκετά χαμηλότερα, στο 11%, ο ακροδεξιός ‘βετεράνος’ Ζαν Μαρί Λε Πεν που προκάλεσε την έκπληξη (και τον τρόμο) σε όλη τη χώρα αλλά και την Ευρώπη, στις εκλογές πέντε χρόνια νωρίτερα.
Οι προβλέψεις για τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία δείχνουν πλέον έντονα προς μια προεδρία Σαρκοζύ. Η λογική είναι σχετικά απλή: στον δεύτερο γύρο θα συμμετάσχουν μόνον οι δύο υποψήφιοι του σημερινού, πρώτου γύρου με τις περισσότερες ψήφους: ο Νικολά Σαρκοζύ και η Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Αν υποθέσουμε την ίδια συμμετοχή (>84%, η υψηλότερη τουλάχιστον των τελευταίων 40 ετών σύμφωνα με τη Le Monde), είναι λογικό να θεωρήσουμε πως οι ψήφοι του Λε Πέν με σχετική βεβαιότητα θα περάσουν στο πρόσωπο του Σαρκοζύ σχεδόν καθολικά. Οι ψήφοι του Μπαϊρού είναι λίγο πιο πολύπλοκοι, καθώς ο κεντρώος υποψήφιος θεωρείται πως απέσπασε τόσο ψήφους αριστερών ψηφοφόρων που δεν εκτιμούν την Σεγκολέν, όσο και κεντρώων ή δεξιών που δεν εντυπωσιάζονται ή φοβούνται τον ‘στυγνό’ και σκληρό Σαρκοζύ. Δεδομένης της πολιτικής ‘καταγωγής’ του Μπαϊρού, είναι λογικό να θεωρήσουμε πως οι αρκετοί ψηφοφόροι του είναι σχετικά συντηρητικών πεποιθήσεων ή τέλος πάντων θα προτιμούσαν να ψηφίσουν τον Σαρκοζύ αντί της Ρουαγιάλ στον δεύτερο γύρο. Θεωρώ πως το ποσοστό αυτών των ανθρώπων με σχετική βεβαιότητα ξεπερνά το 50%. Από τους υπόλοιπους υποψηφίους, ένα σημαντικό μέρος θα πάει μάλλον στην Σεγκολέν, όμως τα ποσοστά τους παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλά ώστε να έχουν κάποια σημασία.
Κατά συνέπεια η μάχη για την προεδρία φαίνεται εν πολλοίς προκαθορισμένη από τον πρώτο γύρο, ο οποίος παρά την εντυπωσιακή συμμετοχή του εκλογικού σώματος, δικαίωσε τις προβλέψεις που ήθελαν τον Σαρκοζύ να κερδίζει με σχετικά μεγάλη διαφορά και απογοήτευσε όσους ήλπιζαν πως είτε ο Μπαϊρού είτε η Ρουαγιάλ θα μπορούσαν να ανακόψουν την ανοδική πορεία του δεξιού πολιτικού στο ανώτατο αξίωμα της χώρας. Η μόνη ελπίδα της Ρουαγιάλ πλέον επαφίεται στους ώμους των αρκετών αναποφάσιστων και των ψηφοφόρων του Μπαϊρού, που είτε θα αντιδράσουν στην πιθανότητα εκλογής του Σαρκοζύ και θα τη ψηφίσουν, όπως έγινε προ πενταετίας με τον Σιράκ, είτε θα επιλέξουν να τη ψηφίσουν συνειδητά λόγω ομοιότητος κάποιων θέσεων της με αυτών του Μπαίρου. Η ήδη υψηλή συμμετοχή του πρώτου γύρου όμως δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια ελπίδας. Φυσικά γι’αυτό εν πολλοίς ευθύνεται και το ανεπαρκές και αόριστο πρόγραμμα της Ρουαγιάλ, ένα πρόγραμμα που δε φαίνεται να βασίζεται στην οικονομική πραγματικότητα και αφήνει μεγάλες πιθανότητες αποτυχίας.
Η Γαλλία, μια χώρα που, πολιτικά τουλάχιστον, μέχρι στιγμής βρισκόταν στον αντίποδα του αγγλοσαξωνικού νεοφιλελευθερισμού — την βασική ιδεολογία και σειρά πολιτικών θέσεων που χαρακτηρίζουν τη πολιτική αντιμετώπιση τόσο οικονομικών όσο και κοινωνικών ζητημάτων στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο — ενδέχεται, ως χώρα, να βρεθεί αντιμέτωπη με έναν πρόεδρο που, ενώ επισημαίνει την βέβαιη οικονομική αδυναμία του σημερινού οικονομικού μοντέλου της χώρας ως έχει, δε διακρίνει την πιθανή αποτυχία του αμερικάνικου μοντέλου (εν γένει) αλλά και την ακαταλληλότητα του για μια χώρα όπως η Γαλλία (και κατ’επέκταση τις περισσότερες ευρωπαϊκές). Κι ενώ ένα σημαντικό μέρος του νομοθετικού, οικονομικού και πολιτικού πλαισίου στη χώρα χρειάζεται εκσυγχρονισμό, η εφαρμογή του κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου που τόσο συχνά αναφέρει ο Σαρκοζύ στη πολεμική του ενάντια στην μη-βιωσιμότητα του σημερινού συστήματος, είναι αμφίβολο εαν θα έχει στη πράξη θετικό αποτέλεσμα στην (ήδη υψηλή) γαλλική παραγωγικότητα αλλά και οικονομία, ενώ σχεδόν βέβαιο για την αρνητική του επιρροή στη Γαλλική κοινωνία.
Η ενδεχόμενη εκλογή του Σαρκοζύ είναι ιδιαίτερα σημαντική τόσο για τη χώρα αυτή, όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και τη χώρα μας καθώς θα επηρεάσει βασικές θέσεις, αξίες αλλά και την διαδικασία ολοκλήρωσης της Ένωσης ως πολιτική οντότητα, καθώς και την περαιτέρω διεύρυνση της. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το τελευταίο, η περίπτωση της Τουρκίας μας αφορά και ενδιαφέρει, ως χώρα, δεδομένης της αστάθειας στη περιοχή αλλά και της πιθανής μετεξέλιξης των σχέσεων μεταξύ της Ελλάδος και της γείτονος χώρας εάν είναι πλέον δεδομένο το βέτο από τη Γαλλική κυβέρνηση.
Εν γένει, η εκλογή του, σε συνδυασμό με την — κατά την άποψή μου — βιαστική και βεβιασμένη διεύρυνση του 2004, θα ενισχύσουν τη Βαβέλ απόψεων και έλλειψη σύμπνοιας που χαρακτηρίζει τα 27 (πλέον) μέλη της ΕΕ κι εδώ και κάποια χρόνια εξαφανίζουν μεγάλο μέρος της πολιτισμικής και πολιτικής αντίστασης που προέβαλλε μια σειρά χωρών με σημείο αναφοράς τον ‘Γαλλο-Γερμανικό άξονα’ στην επίμονη αγγλοσαξωνική θεώρηση και προσπάθεια μείωσης της ΕΕ σε μια ελεύθερη αγορά. Αυτό, κατα την άποψή μου, μονον θετικό δε θα μπορούσε να ήταν για την Γαλλία αλλά και τη Ευρώπη μακροπρόθεσμα.
Image by Flickr user Fr@ncois. Licensed under Creative Commons.