Ο Prince, η μουσική και οι δισκογραφικές.

Μια από τις πιο επιφανείς περιπτώσεις καλλιτέχνη που ‘τα έβαλε’ με τις δισκογραφικές είναι αυτή του Prince. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Warner Bros., η δισκογραφική τότε εταιρία του εν λόγω καλλιτέχνη, είχε ήδη κατοχυρώσει το όνομα ‘Prince’ ως σήμα κατατεθέν και είχε τα δικαιώματα για όλη τη μουσική του καλλιτέχνη κάτω από αυτό το όνομα. Η απόγνωση του Prince καθώς και οι σημαντικοί περιορισμοί που θεωρούσε πως η εταιρία έθετε στο δημιουργικό του έργο καθώς και οι πολύ χαμηλών πωλήσεων κυκλοφορίες του, έφεραν τη ρήξη στις σχέσεις τους και ανάγκασαν την Warner να τον ‘απελευθερώσει’ το 1996. Η υπόθεση έγινε ευρέως γνωστή λίγο πριν ο Prince αποχωρήσει από τη Warner και παράλληλα με την αλλαγή του ονόματός του στο γνωστό πλέον ‘σήμα’ που διατήρησε μέχρι το 2000 οπότε και επαναυϊοθέτησε το ‘Prince’.

Κι ενώ όλα αυτά ίσως ανήκουν στην ιστορία της σύγχρονης ποπ μουσικής, ο Prince φαίνεται πως δεν έχει διάθεση να σταματήσει την ‘επανάστασή’ του. Σε μια κίνηση που μαρτυρά αδιαφορία για τις πωλήσεις δίσκων και το ‘σύστημα’ — και προφανώς έχωντας προνοήσει και κατέχοντας τα δικαιώματα για τις δημιουργίες του αυτή τη φορά — ο Prince προχώρησε σε μια επίμαχη και πρωτοποριακή συμφωνία: η ‘λαϊκή’ Βρετανική εφημερίδα Mail On Sunday θα διέθετε δωρεάν τον νέο του δίσκο σε κάποιο προσεχές τεύχος της. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την αντίδραση τόσο των διανομέων (η Sony BMG που διανέμει το έργο του Prince στο ΗΒ ανακοίνωσε πως δε πρόκεται να διαθέσει τον τελευταίο δίσκο μετά τη σύναψη αυτής της συμφωνίας) όσο και των καταστηματαρχών.
Ο Prince υποστήριξε την κίνηση του ως ‘direct marketing’. Υπεύθυνοι της εφημερίδας πρόσθεσαν πως ο καλλιτέχνης πλέον βγάζει τα περισσότερα χρήματά του από συναυλίες και πως η συμφωνία αυτή θα επιτρέψει σε περισσότερο κόσμο να εκτεθεί στη μουσική του· οι τελευταίες κυκλοφορίες του δεν τα είχαν πάει ιδιαίτερα καλά στη Βρετανία.
Η κίνησή του αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα της αντίθεσης μεταξύ των επιθυμιών των καλλιτεχνών και των ακροατών της μουσικής και αυτών της μουσικής βιομηχανίας καθώς επίσης και της αστάθειας ενός παρωχημένου, ανεπαρκούς και άδικου συστήματος που τόσο σθεναρά προσπαθεί η μουσική βιομηχανία να διατηρήσει.