Η πραγματική διαφορά μιας τάξης μεγέθους.

Ήταν μέσα του καλοκαιριού του 2004, ένα μήνας προ των Ολυμπιακών της Αθήνας, όταν οι κάτοικοι του Παρισιού άρχισαν να μαθαίνουν — και να αποκτούν — υπηρεσίες ADSL2+. Εκείνη την εποχή η Βρετανία προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει πως είχε καταφέρει να παραμείνει πίσω από αρκετές χώρες της δυτικής και βόρειας ευρώπης στο παιχνίδι της ευρυζωνικότητος. Ήταν, άλλωστε, μια από τις πλουσιότερες και τεχνολογικά ανεπτυγμένες χώρες στην Ευρώπη, με ιδιαίτερο προβάδισμα και ηγεμονία στον χώρο των δικτυακών υπηρεσιών και της επιχειρηματικότητας.
Από το θλιβερό 17% που βρισκόταν το 2003, έφτασε φέτος το 88.4% του πληθυσμού. Το 50% αυτών αφορά συνδέσεις με θεωρητικό μέγιστο τα 2Mbit ή ανώτερο, ενώ μόνον το 4% αφορά συνδέσεις γρηγορότερες των 8Mbit. Παρ’ότι αρκετά εντυπωσιακά, τα ποσοστά ακόμη μεταφέρουν τη δυσκολία που αντιμετωπίζει η Βρετανία στο να ανταγωνιστεί τους κατα πολύ πρωτοπόρους Σκανδιναβούς, τους Γάλλους (που ήδη ετοιμάζονται για FTTH/FTTC ταχυτήτων 50 και 100Mbits) και, φυσικά, ασιατικές χώρες όπως η Κορέα και η Ιαπωνία που — εν συγκρίσει — καθιστούν το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και των ΗΠΑ τηλεπικοινωνιακά πρωτόγονες.

Αντίστοιχα στην Ελλάδα μόλις τον Ιούνιο αγγίξαμε το 8%, παρ’όλο που ο μανιώδης αγώνας μεταξύ των — ως επι το πλείστον — ελλειπώς προετοιμασμένων ‘εναλλακτικών’ και του συχνά παρανομούντα ΟΤΕ που προσπαθεί συστηματικά να εμποδίσει τον ανταγωνισμό, φαίνεται να έχει κάπως επιταχύνει την διάδωση της ευρυζωνικότητας. Κι’όμως παρά την αριθμητική ομοιότητα των δυο περιπτώσεων υπάρχουν βασικές διαφορές. Οι Βρετανοί, όπως και πολλοί Ευρωπαίοι, κατανοούν, εκτιμούν και εκμεταλλεύονται τις υπηρεσίες του διαδικτύου. Το email, μια υπηρεσία που σε τρομακτικό ποσοστό επιβλήθηκε σε οργανισμούς και επιχειρήσεις από τους εργαζομένους ως μέσο επικοινωνίας και σε πάρα πολλές χώρες έχει ήδη καταστήσει το — δυστυχώς ακόμη και σήμερα κυρίαρχο στη χώρα μας — Fax ιστορική τεχνολογία του περασμένου αιώνα, το ηλεκτρονικό εμπόριο και η ηλεκτρονική επικοινωνία και συμμετοχή στα κοινά ήταν και παραμένουν βασικά στοιχεία της καθημερινότητας του μέσου Βρετανού, ανεξαρτήτως της κοινωνικής του θέσης, μορφωτικού του επιπέδου κ.ο.κ.
Στην Ελλάδα η διάδωση της ευρυζωνικότητος και η μεταμόρφωση της αγοράς — πέραν από τα οικονομικά και θεσμικά εμπόδια που χωρίς ιδιαίτερη σκέψη δημιουργεί η ελληνική Πολιτεία σε όσους προσπαθούν να επιχειρήσουν διαδικτυακώς — έχει βασικό αντίπαλο την ελληνική κοινωνία την ίδια. Μια νοοτροπία αναχρονιστική που δε διακρίνεται ξεκάθαρα από τα σύνθετα στατιστικά αλλά προϋποθέτει έκθεση στην ελληνική καθημερινότητα: τεχνολογικές εταιρίες που δεν κάνουν τακτική χρήση του email ή του διαδικτύου, απαράδεκτές υποδομές για ηλεκτρονικό εμπόριο, εκτεταμένη αισχοκέρδια σε πολλούς τομείς σε συνδυασμό με την αδιαφάνεια, πελατειακές σχέσεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα αλλά πρωτίστως αδιαφορία.


Είναι λοιπόν απαραίτητο να εκλάβουμε την ουσία των προσφορών μέσα από το πρίσμα της ελληνικής πραγματικότητας και να αφήσουμε στην άκρη τις τεχνικές προδιαγραφές τους· στη μεγάλη πλειοψηφία τους τα περισσότερα προγράμματα συνδρομής από εναλλακτικούς παροχείς συνδυάζουν τη δωρεάν ή φθηνή τηλεφωνία με τη παροχή ταινιών κατα βούληση (on demand) ή τηλεοπτικού σήματος εν διαμέσω ευρυζωνικής σύνδεσης ADSL2+. Σε μια — κατα κανόνα — τεχνοφοβική χώρα όπως η Ελλάδα, είναι μάλλον η δωρεάν ή φθηνή τηλεφωνία που ελκύει τον περισσότερο κόσμο παρα η υπόσχεση για γρήγορή πρόσβαση στο διαδίκτυο. Για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσκμού η ύπαρξη της ευρυζωνικής σύνδεσης αποτελεί τον δούρειο ίππο που φέρνει το διαδίκτυο στο σπίτι αλλά όχι απαραίτητα τον λόγο επιλογής του συγκεκριμένου πακέτου. Η εμπορική απάντηση του ΟΤΕ είναι — ίσως — χαρακτηριστική αυτού.
Με την ευρυζωνικότητα να αποτελεί ένα — τραγικά — χαμένο στοίχημα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 2004 καθώς και αυτής της Νέας Δημοκρατίας μέχρι τις ημέρες μας, είναι άξιο απορίας πότε η Ελλάδα θα φτάσει στο σημείο που θα επιτρέψει στη τεχνολογία να συμβάλλει καταλυτικά στην επιχειρηματική, κοινωνική και εν τέλει οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Δεδομένης της αναπόφευκτης χρονικής καθυστέρησης μεταξύ της στιγμής που η τεχνική υποδομή θα επιτρέψει την κοινωνική αξιοποίησή της, είναι ίσως ιδιαίτερα συντηρητική η δήλωση πως σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται συγκριτικά πολύ πιο πίσω απ’ότι βρισκόταν από τις χώρες της δυτικής ευρώπης προ δεκαετίας. Το τέλος των χρηματικών ‘ενέσεων’ από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο εγγύς μέλλον και η ταχύτατη ανάπτυξη τόσο των νεοεισεχθέντων στην Ένωση χωρών, όσο και του αναπτυσσόμενου κόσμου, με κάνει να έχω ιδιαίτερα μελανή εικόνα για το μέλλον της χώρας τόσο διεθνώς όσο και εντός της γεωγραφικής περιοχής. Ανεξαρτήτως της χαμηλής επίδοσης της Ελλάδος στις διεθνείς στατιστικές μετρικές ανάπτυξης, ευημερίας και επιχειρηματικής απόδοσης, η διαφορά της τάξης μεγέθους φαντάζει πολύ μικρότερη απ’ότι πραγματικά είναι.