Παρ’ότι τον τελευταίο καιρό βρίσκομαι μακριά από τα δρώμενα στον θαυμαστό κόσμο του διαδικτύου και αδράζοντας την κάθε ευκαιρία να διατηρήσω την επαφή τόσο με τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο όσο και με τους δικούς μου ανθρώπους, διάβασα μόλις πριν από λίγο — με περισσή θλίψη — την πρώτη αρνητική και στο μεγαλύτερο μέρος της παραδειγματικά άστοχη κριτική για το AthensBook, που στα πλαίσια σχολιασμού του άρθρου του Δημήτρη Ρηγόπουλου στη Καθημερινή της 23ης Αυγούστου, διαστρεβλώνει τόσο την ιδέα όσο και την αξία του εγχειρήματος που με πολύ κόπο και χρόνο έχουμε εδώ και κάποιους μήνες ξεκινήσει. Η κριτική παρ’ότι χρησιμοποιεί (με σαφώς παραπλανητικό τρόπο) το AthensBook ως προϊόν (ή αποτέλεσμα) ‘νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας’, μέρος ενός ‘κακού’ καπιταλιστικού συστήματος, μέσο εκμετάλλευσης της κοινωνικής γνώσης με σκοπό το κέρδος κλπ κλπ, πλατιάζει επικίνδυνα, αφ’ενός επιχειρώντας μια ταύτιση της όποιας εφαρμογής που βασίζεται στο (ή έστω χρησιμοποιεί σε κάποιο βαθμό το) crowdsourcing, όπως το AthensBook, με κάποια σατανική καπιταλιστική μηχανική σφετερισμού της γνώσης, αφ’ετέρου παρουσιάζοντας μια σωρεία στερεοτυπικών ‘αντικαπιταλιστικών’ επιχειρημάτων με ψευδοφιλοσοφική επένδυση και λογικά άστοχους παραλληλισμούς.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Αρχικά η κριτική σχολιάζει τη χρήση του όρου ‘επιστήμονες’, όπως τη βρίσκουμε στο άρθρο του κ.Ρηγόπουλου. Ως προς αυτό η κριτική είναι εν μέρει ευσταθής, καθ’ότι το AthensBook δεν αποτελεί αμιγώς επιστημονικό έργο, όμως ο συγγραφέας της αντιφάσκει καθ’ότι αιτία της όποιας επιτυχίας της εφαρμογής είναι με βεβαιότητα η επιστημονική γνώση και η τεχνική κατάρτιση των δημιουργών της, όπως ο ίδιος γράφει μόλις δυο γραμμές παρακάτω.
Βασικό επιχείρημα που μαρτυρά συνολικά μια άγνοια ως προς την εφαρμογή είναι η ταύτισή της με ένα είδος νεοφιλελευθερισμού, μια προσπάθεια του συγγραφέα να πείσει πως η εφαρμογή αναπτύχθηκε με μοναδικό σκοπό το οικονομικό όφελος (“η επιστημονική ευφυΐα υποκλίνεται μπροστά στο επιχειρηματικό δαιμόνιο και ακόμα παραπέρα, στο καθαρό επιχειρηματικό συμφέρον.”), και στη πορεία την εκμετάλλευση της κοινωνικής γνώσης. Γράφει:
Το ότι το εν λόγω ρεπορτάζ δεν δημοσιεύτηκε στο οικονομικό ένθετο της εφημερίδας, όπως θα άρμοζε με αμιγώς δημοσιογραφικά κριτήρια, αλλά μπήκε στο τμήμα «Τέχνες και Γράμματα», ήταν προφανώς μια συνειδητή επιλογή που στόχο είχε να προσδώσει στο «success story» των δύο νεαρών επιστημόνων-επιχειρηματιών ένα συγκεκριμένο «θετικό μήνυμα» με σαφείς ιδεολογικές αποχρώσεις από την πλούσια χρωματική παλέτα του νεοφιλελευθερισμού, μετατοπίζοντας το βάρος από την εμπορική εκμετάλλευση στη «δημιουργική ικανότητα», τη «γνώση», την «καινοτομία» και την «κοινωνική συνείδηση». Τα όσα αναφέρονται στο ρεπορτάζ αφορούν μια δήθεν θεμιτή επιδίωξη συμφέροντος στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, σε αντίθεση με τις ευρέως διαδεδομένες οπορτουνιστικές επιχειρηματικές πρακτικές. Γινόμαστε έτσι μάρτυρες της νεκρανάστασης του ηρωικού entrepreneur, του καινοτόμου επιχειρηματία που θα υλοποιήσει με κάθε κόστος το πρωτοπόρο όραμά του, ανοίγοντας νέους δρόμους για την κοινωνία, ένα είδος κινητήριας δύναμης που εμψυχώνει τη συνολική ευημερία και την πρόοδο. Σε αυτό το μήκος κύματος, το ρεπορτάζ διευρύνει κατά το δοκούν τη σημασία του εν λόγω εγχειρήματος, προσδίδοντάς του δυσανάλογη βαρύτητα και σπουδαιότητα, προκειμένου να γίνει σαφές πως δεν πρόκειται απλώς για μια νέα επιχείρηση, αλλά για κάτι περισσότερο, για ένα λαμπρό δείγμα του νέου επιχειρηματικού ήθους της αναδυόμενης «δημιουργικής τάξης». Η παρουσίαση της επιχειρηματικής δράσης των δημιουργών του AthensBook υπερβαίνει τεχνηέντως το ιδιωτικό όφελος και εξαπλώνεται εμφατικά στην κοινωνία. «Τα δύο αυτά νέα παιδιά», διαβάζουμε, «μας θυμίζουν αυτό που ήδη συμβαίνει εκτός Ελλάδας: η συσσώρευση παιδείας και μόρφωσης φτιάχνει ένα νέο είδος επιχειρηματικότητας, ανεξάρτητης, αδιαμεσολάβητης και κοινωνικά συνειδητής».[3] Να πώς η καπιταλιστική οικονομία, εξοπλισμένη με τα εργαλεία της γνώσης, γίνεται το εργαστήριο της νέας ηθικής!
Δεν είμαι βέβαιος για το ένθετο ή τη στήλη που θα έπρεπε να φιλοξενεί το άρθρο. Είμαι όμως απόλυτα βέβαιος για τον στόχο και τις αξίες που, μαζι με τον Γιώργο, ως δημιουργοί της εφαρμογής, έχουν αποτελέσει βασικές κατευθυντήριες στην προσπάθειά μας. Υπάρχουν σαφείς ηθικοί και κοινωνικοί λόγοι για τους οποίους επιλέξαμε συνειδητά να διαθέσουμε την εφαρμογή, με σημαντικό κόστος σε εμάς και ελάχιστο ενδιαφέρον για την άμεση οικονομική μας αποκατάσταση ή αμοιβή για την εργασία μας, ‘δωρεάν’ (έναν όρο με τον οποίο ο συγγραφέας της κριτικής καταπιάνεται αργότερα) στο AppStore. Ήταν — προφανώς — βασικό μέρος της ιδεολογίας μας και σημαντική απόφαση που θεωρώ πως επιδεικνύει ξεκάθαρα την κοινωνική ευαισθησία του επιχειρηματικού μοντέλου. Ας σημειώσω εδώ πως είμαι βέβαιος πως μόνον η αναφορά ενός ‘επιχειρηματικού μοντέλου’ στην ίδια πρόταση με την ‘κοινωνική ευαισθησία’ είναι αρκετά για να προκαλέσει την αντίδραση του συγγραφέα της κριτικής. Αυτό — όμως — είναι, όπως φαίνεται στο σύνολό της, και βασικός λόγος για τον οποίο είναι τόσο κακή.
Η κριτική της ‘δωρεάν’ διάθεσης του AthensBook μαρτυρά είτε άγνοια του συγγραφέα ως προς τις δυνατότητες και τη πραγματικότητα στον χώρο της τεχνολογίας ή πολύ χειρότερα, ηθελημένη προσπάθεια παραπλάνησης του αναγνώστη: το AthensBook είναι όσο δωρεάν είναι το Wikipedia ή το Blogger που χρησιμοποιεί ο εν λόγω συγγραφέας. Όπως όλα τα προϊόντα λογισμικού έχει απαιτήσεις σε υλικό και όπως όλες οι εφαρμογές που κάνουν χρήση του διαδικτύου, πρόσβαση σε αυτό. Είμαι βέβαιος πως ακόμη και ένας αφελής μπορεί να κατανοήσει πως για να χρησιμοποιεί αυτές τις διαδικτυακές υπηρεσίες που προανέφερα, όπως όλοι μας, πληρώνει τη ΔΕΗ για το ρεύμα που καταναλώνει, κάποιον έμπορο υπολογιστών για να αποκτήσει τον υπολογιστή του, κάποιον ISP κάθε μήνα για πρόσβαση στο διαδίκτυο. Αυτό σε καμία περίπτωση δε ‘βαραίνει’ τους δημιουργούς της όποιας εφαρμογής που τη διαθέτουν δωρεάν στους χρήστες της. Ως προς τη δωρεάν διάθεση της εφαρμογής, λοιπόν, η κριτική είναι τόσο άκυρη όσο και παραπλανητική.
Αντίθετα, εύστοχη είναι η παρατήρηση σχετικά με την υποστήριξη συσκευών πέραν του iPhone και τον περιορισμό στη διάθεση της υπηρεσίας που αυτή συνεπάγεται. Εάν όμως ο συγγραφέας της κριτικής είχε κάνει τη παραμικρή προσπάθεια να ενημερωθεί λίγο παραπάνω γι’αυτήν πριν σχολιάσει, θα γνώριζε πως είναι στα σχέδιά μας — και μέρος της εργασίας μας — η μεταφορά του AthensBook και σε άλλες πλατφόρμες. Εαν είχε τη παραμικρή ιδέα θα γνώριζε πως η ανάπτυξη εφαρμογών για πολλαπλές πλατφόρμες από δυο άτομα σε τόσο μικρό διάστημα είναι δύσκολο εγχείρημα.
Το σημαντικότερο όμως μέρος της κριτικής είναι η περιγραφή και ο σχολιασμός του επιχειρηματικού μοντέλου της εφαρμογής — θέμα για το οποίο αξίζει ολόκληρο άρθρο και που δυστυχώς δεν έχω το χρόνο να καλύψω εκτενώς: η χρήση της διαφήμισης (στοχευμένης ή μη) ως μέσο κερδοφορίας στα πλαίσια παροχής μιας ‘δωρεάν’ για τους τελικούς χρήστες υπηρεσίας. Αυτό αποτελεί ένα θέμα που με έχει απασχολήσει πολύ εδώ και χρόνια και που στα πλαίσια της δεκαετίας που ζούμε έχει αποδειχθεί βασικός τρόπος με τον οποίο εταιρίες όπως η Google — αλλά και πολλές μικρότερες — έχουν συγκεντρώσει αμύθητο πλούτο ενώ παράλληλα έχουν προσφέρει δεκάδες υπηρεσίες δωρεάν στους πελάτες-χρήστες τους). Το μοντέλο αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση νεο: το έχουμε δεί εδώ και χρόνια με εξέχοντα παραδείγματα τη τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τις εφημερίδες. Η παράθεση μιας κλασσικής μεθόδου χρηματοδότησης μιας υπηρεσίας στα πλαίσια σχολιασμού του AthensBook νομίζω πως είναι ατυχής. Η καινοτομία του AthensBook ως προς την ‘ευφυή’ διαφήμιση που προσφέρει με την υπηρεσία Geo|Ads σε καμία περίπτωση δε εκθέτει τους χρήστες της εφαρμογής σε τρίτους, αποκαλύπτωντας τις συνήθειες, προτιμήσεις τους ή οποιοδήποτε άλλο δεδομένο που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί μεμονωμένα από διαφημιστές οι άλλες εταιρίες. Με δεδομένο το παραπάνω νομίζω πως είναι σαφές πως δε τίθεται θέμα ‘εμπορεύσης’ των χρηστών της εφαρμογής περισσότερο απ’όσο αυτό συμβαίνει με την τηλεοπτική διαφήμιση.
Κι ενώ κι εγώ δεν είμαι βέβαιος εαν η διαφήμιση είναι η βέλτιστη (ηθικά και κοινωνικά) λύση ως de facto αναδιανεμητικός μηχανισμός κεφαλαίου, μέσο κερδοφορίας και βιωσιμότητας υπηρεσιών όπως η δική μας, είμαι απόλυτα σίγουρος πως στα πλαίσια του υφιστάμενου οικονομικοπολιτικού συστήματος και εφαρμογών όπως το AthensBook είναι μακράν η πλέον κοινωνικά ευσυνείδητη λύση.
Κλείνωντας το άρθρο, επιχειρείται μια στρέβλωση των επιθυμιών μας και της εφαρμογής με μια παράθεση που σκοπό έχει να μειώσει την αξία του εγχειρήματος μας και να μας παρουσιάσει ως έρμαια μιας καταναλωτικής κοινωνίας που εθελοτυφλεί ως προς τα προβλήματά που υπάρχουν στον κόσμο: η φράση κατά την οποία εκφράστηκε η επιθυμία μας να επεκταθεί το AthensBook σε κατηγορίες διασκέδασης και ψυχαγωγίας. Είναι γεγονός πως στόχος μας είναι η επέκταση σε περισσότερους πολιτιστικούς και κοινωνικούς τομείς και θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική τη προσθήκη τους. Κι ενώ θα θέλαμε πάρα πολύ να μπορούσαμε να δημιουργήσουμε λογισμικό που θα μετρίαζε — έστω — “την ιδιοποίηση της υπεραξίας, τον σφετερισμό των κοινών, την εκμετάλλευση, τις ανισότητες, τους αποκλεισμούς” νομίζω πως αν μη τι άλλο αυτά ξεφεύγουν κατά πολύ από τις δυνατότητες μας ως μηχανικοί λογισμικού και ελάχιστα έχουν να κάνουν με τη προσπάθειά μας με το AthensBook.
Κλείνωντας θα ήθελα να γράψω τα εξής: Η ανάπτυξη εφαρμογών λογισμικού σε μια χώρα όπως η Ελλάδα είναι δύσκολο εγχείρημα, με πολλά ρίσκα και μεγάλο κόστος. Στην Ελλάδα υπάρχουν ελάχιστοι μικροί επιχειρηματίες-μηχανικοί λογισμικού και ακόμη λιγότεροι που στοχεύουν σε ευρέως διαθέσιμο, ανθρωποκεντρικό λογισμικό και δωρεάν υπηρεσίες. Με το AthensBook και το ThessBook επιχειρήσαμε μια διαφορετική προσέγγιση από τη συνηθισμένη, αποδεχόμενοι τα όποια προβλήματα μπορεί αυτό να συνεπάγετο για εμάς. Υπάρχουν σημαντικά ζητήματα, πολλά από τα οποία δεν καλύπτει η κριτική και τα οποία παραμένουν και σε μάς άλυτα. Ζητήματα ηθικά, κοινωνικά, οικονομικά. Ζητήματα που αφορούν τα δημόσια δεδομένα, την υπεραξία που η επεξεργασία τους δημιουργεί, το κόστος των τηλεπικοινωνιών και η πρόσβαση στη πληροφορία. Ζητήματα που εμείς μόνοι μας δε μπορούμε να λύσουμε, παρά μόνον να αμβλύνουμε, με την εργασία μας και τον κόπο μας.
Για τον συγγραφέα της εν λόγω κριτικής οι χρήστες της εφαρμογής αποτελούν το ‘εμπόρευμα’ που οι ιδιοτελείς καπιταλιστές ‘επιστήμονες-επιχειρηματίες’ πουλούν στις διαφημιστικές εταιρίας για να γίνουν πλούσιοι. Για εμάς, πάλι, αποτελούν τον βασικό λόγο που δουλεύουμε σκληρά, που κάνουμε κάθε προσπάθεια να ακούσουμε τις επιθυμίες τους, που παλεύουμε σε μια χώρα με περισσή γραφειοκρατία, τεχνολογική φοβία και την απανταχού παρούσα απαίτηση όλων για δωρεάν και ποιοτικές υπηρεσίες. Πλούσιοι ακόμη δεν έχουμε γίνει. Θα ήταν όμως ευτύχημα εαν γινόμαστε, όχι γιατί θα σήμαινε πως θα είχαμε μια καλύτερη ύπαρξη στον βαθμό που τα υλικά αγαθά μπορούν να τη προσφέρουν, αλλά επειδή ίσως θα αποδείκνυε έμπρακτα πως ο κόπος μας δεν ήταν μάταιος και πως είναι δυνατή η βιώσιμη επιχειρηματικότητα με κοινωνική συνείδηση, παρά τα στρεβλά γραφόμενα του εκάστοτε αδαή και παραπλανητικού ‘κριτικού της πολυθρόνας’.