Νοσταλγώντας τα €0.85/λίτρο.

Θυμάμαι σαν εχθές τη στιγμή που κατέφθασα στην Πάτρα, τον Ιούνιο του 2005. Είχα μπροστά μου έναν γεμάτο μήνα: μετά από επτά χρόνια διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο, έπρεπε να μαζέψω και να αποστείλλω τα πράγματά μου — ένα ολόκληρο σπίτι — στην Ελλάδα, να χαιρετήσω τους φίλους και γνωστούς μου, να απολαύσω το Λονδίνο μαζί τους, όπως δεν το είχα απολαύσει ποτέ, πριν το αποχαιρετήσω και ξεκινήσω το ταξίδι της επιστροφής.
Το πρατήριο ήταν στην είσοδο της πόλης και η απλή αμόλυβδη βενζίνη μόλις άγγιζε τα €0.85/λίτρο. Το ΦΠΑ είχε μόλις αυξηθεί στο 19% και οι τιμές είχαν ανέβει κάπως, όμως αυτό δεν με πτοούσε. Γνωρίζοντας τι με περίμενε στην άλλη πλευρά του Ιονίου, γέμισα το ρεζερβουάρ. Είχα μπροστά μου λίγο παραπάνω από δυόμιση χιλιάδες χιλιόμετρα (και άλλα τόσα για την επιστροφή) και λιγοστά χρήματα έτσι στόχος ήταν να ελαχιστοποιήσω τα έξοδα όσο γινόταν. Στην Ιταλία και την Γαλλία έβαλα βενζίνη αρκετές φορές — σαφώς περισσότερες από τις στάσεις. Η βενζίνη εκεί ήταν τρομακτικά ακριβότερη: €1.15 ακόμη και €1.25/λίτρο. Εντύπωση μου είχε κάνει η πολύ μικρή διαφορά της τιμής της απλής βενζίνης από την πολύ ακριβότερη σούπερ αμόλυβδη (αυτή των 98 και των 100 οκτανίων): κάποιες φορές είχε νόημα να βάλει κανείς την ακριβότερη βενζίνη καθώς ήταν δεδομένο πως, με τόσο μικρή διαφορά στην τιμή, θα κέρδιζε (σε χιλιόμετρα).
Επιστρέφωντας, έναν μήνα αργότερα, και έχοντας ξοδέψει αρκετά σε βενζίνη — τόσο στην πανάκριβη Βρετανία, όσο και στην υπόλοιπη Ηπειρωτική Ευρώπη — ένιωσα ανακούφιση ανακατεμένη με αηδία οδηγώντας πίσω στους Ελληνικούς δρόμους: είχα επιστρέψει πίσω στο ‘χωριό’ της Ευρώπης που ονομάζουμε Ελλάδα, τη χώρα που η ‘εθνική οδός’ αποτελεί δρόμο μιάμισης λωρίδας, που οι οδηγοί δεν ήξεραν να οδηγούν και που η βενζίνη ήταν φθηνή.
Από τότε μέχρι σήμερα το αυτοκίνητο — όπως και σε πολλούς από εμάς — ήταν και παραμένει αναγκαίο μέσο. Όσο και να το αποφεύγω, όσο και να προτιμώ να χρησιμοποιώ το Μετρό, το ποδήλατο ή να περπατώ στον προορισμό μου (όταν αυτό είναι εφικτό), σε μια χώρα με ελλιπές δίκτυο Μαζικών Μέσων Μεταφοράς, έλλειψη αγωγής και υποδομών (που κάνουν το ειδάλλως εξαιρετικό ποδήλατο ένα εν πολλοίς γραφικό και επικίνδυνο μέσο) το αυτοκίνητο αποτελεί εύκολη και πρακτική λύση.
Πολύ γρήγορα όμως, από τα τέλη του καλοκαιριού του 2005, έγινε σαφές πως η τιμή της βενζίνης είχε πάρει την ανίουσα και με ελάχιστες εξαιρέσεις αποδείχθηκε μονοτονική η τάση της. Μπορεί η τιμή του 1 ευρώ ανά λίτρο να φάνταζε ακριβή το 2006 και το 2007, όμως ‘χρειάστηκε’ η ‘κρίση’ του 2008 και το €1.25/λίτρο εκείνου του Αυγούστου για να γίνει περισσότερο σαφές: το αυτοκίνητο στην Ελλάδα άρχισε να κοστίζει πολύ, όπως τόσα άλλα πράγματα άρχισαν να ‘κοστίζουν’ πολύ. Δύο χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 2010 ζούμε την αμόλυβδη του €1.5. Σε κάποιον βαθμό η αύξηση οφείλεται στην ανάγκη της κυβέρνησης να αυξήσει τα έσοδά της και δεν αντικατοπτρίζει την αγορά: η αύξηση του ΦΠΑ στο 21 και το 23% τον Μάρτιο και τον Ιούλιο, αλλά και οι απανωτές αυξήσεις των έμμεσων φόρων μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου, έφτασαν την βενζίνη να βρίσκεται σχεδόν δυο φορές ακριβότερη απ’ότι ήταν το καλοκαίρι μετά τους Ολυμπιακούς.


Ψάχνωντας στα δημόσια διαθέσιμα δεδομένα βρήκα αυτήν την σελίδα η οποία περιλαμβάνει πολύ ενδιαφέροντα δεδομένα, τόσο τρέχοντα όσο και ιστορικά, για την αγορά καυσίμων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βασισμένος σε αυτά και συγκεκριμένα στο αρχείο με τα ιστορικά δεδομένα από το 2005 μέχρι σήμερα (θα το βρείτε εδώ — δυστυχώς — σε μορφή Excel. Ιδιαίτερα χρήσιμα είναι τα Φύλλα 1 και 8) έφτιαξα το παραπάνω γράφημα που απεικονίζει την μέση τιμή της αμόλυβδης βενζίνης στην Ελλάδα ανά 1000 λίτρα ‘στην αντλία’ (δηλαδή οι τιμές που απευθύνονται στους τελικούς καταναλωτές), με και χωρίς φόρους από το 2005 μέχρι σήμερα. Το αρχείο Excel αλλά και το γράφημα τα βρίσκω ενδιαφέροντα για τους εξής λόγους: ενώ η αύξηση της τιμής της βενζίνης το 2008 ήταν σαφέστατα αποτέλεσμα της πετρελαϊκής κρίσης, είναι επίσης σαφές πως η εγχώρια αγορά δυσλειτουργεί και σε κάθε ευκαιρία (με εξαίρεση ίσως την αύξηση του ΦΠΑ το 2005) εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις για να αυξήσει τις τιμές των καυσίμων αντίστοιχα, είτε μέσω παρατεταμένων ανατιμήσεων καλυμμένων πίσω από εξωγενείς (της αγοράς) παράγοντες όπως η κυβερνητική πολιτική, οι απεργίες κλπ, είτε μέσω της συνεχούς μικρής ανατίμησης της τιμής όταν παγκοσμίως παρατηρούνται σαφώς μικρότερες πληθωριστικές τάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα νομίζω στο γράφημα είναι η πετρελαϊκή ‘κρίση’ του 2008, όπου παρατηρείται σαφώς μεγαλύτερη ανατίμηση στην Ελλάδα απ’ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ενδιαφέρουσα είναι και η κατάσταση το 2010. Παρά την αδιαμφισβήτητη ευθύνη της κυβέρνησης για την αύξηση της τιμής των καυσίμων λόγω των έμμεσων φόρων και της διπλής αύξησης του ΦΠΑ κατά τέσσερις μονάδες μέσα σε λιγότερο από μισό χρόνο, η ίδια η αγορά από το τέλος της άνοιξης μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού φαίνεται πως κερδοσκοπεί κρύβωντας — για μια ακόμη φορά — την συνεχιζόμενη για αρκετές εβδομάδες αύξηση των προ-φόρων τιμών των καυσίμων, ενώ η τιμή του πετρελαίου φαίνεται να έχει πέφτει πάνω από 10% στην περίοδο αυτή και οι καταναλωτές βρίσκονται αντιμέτωποι με όλο ακριβότερα καύσιμα στα πρατήρια.
Το ότι η αγορά καυσίμων στην Ελλάδα δεν λειτουργεί ανταγωνιστικά το γνωρίζουμε εδώ και χρόνια. Κι’όμως η νοσταλγία για την ‘εύκολη’ αγορά καυσίμων των περασμένων ετών, την φθηνή χρήση του αυτοκινήτου με βενζίνη των 85¢ δεν είναι αυτή καθεαυτή σημαντική, στο πλαίσιο της κίνησης μας εντός και εκτός της πόλης. Αυτό που μετράει — εκεί που η αύξηση της τιμής θα μας πονέσει — είναι πόσο η τεράστια αυτή αύξηση της τιμής των καυσίμων θα μας επηρεάσει όλους, θέλουμε δεν θέλουμε, οδηγούμε ή όχι. Διότι, σε μια κοινωνία που εξαρτάται από τα καύσιμα για πλήθος βιομηχανικών και εμπορικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς βασικών αγαθών όπως τα τρόφιμα, σε μια χώρα που έχει υποανάπτυκτο, πρωτόγονο δίκτυο μεταφορών σταθερής τροχιάς, σε μια χώρα που βιώνει την μεγαλύτερη οικονομική κρίση των τελευταίων 60 ετών, η διαφορά μεταξύ των 85¢ και των €1.50 γιγαντώνεται.
Gas pump image from Matt High (mlhradio on Flickr). Licensed under Creative Commons.