Πανταχού παρούσα η είδηση σήμερα πως η κυβέρνηση σκοπεύει να προωθήσει, με ποικίλους τρόπους, την χρήση ‘πλαστικού χρήματος’, ήτοι χρεωστικών και πιστωτικών καρτών αντί μετρητών, με στόχο την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Από πολλές απόψεις το σχέδιο αυτό αποτελεί την εξέλιξη παλαιότερου σχεδίου — επί κυβερνήσεως Γ.Α. Παπανδρέου — που περιόρισε την χρήση μετρητών τοποθετώντας μέγιστα ποσά (€1500 για προσωπικές αγορές και €500 για συναλλαγές νομικών προσώπων), μια πρωτοφανής — για δυτική χώρα — ρύθμιση που αφενός ριζικά αμφισβητεί το εθνικό νόμισμα και περιορίζει τη χρήση του, και αφετέρου — εμμέσως πλην σαφώς — δίνει (περαιτέρω) εναύσματα σε όσους παρανομούν, κινούμενοι στην παραοικονομία. Δεν έχω στοιχεία αλλά εικάζω πως η συγκεκριμένη ρύθμιση του 2011 δεν έχει κανένα ουσιαστικό θετικό αποτέλεσμα.
Πως συγκρίνεται όμως η υφιστάμενη νομοθεσία με την νέα, προτεινόμενη από τη σημερινή κυβέρνηση; Στη μελέτη του κ. Γεωργικόπουλου, βάσει δημοσιεύσεων στον ημερήσιο τύπο, θα συνδυαστεί το καρότο (λοταρίες και κληρώσεις, μειώσεις φόρου) με το ραβδί (περαιτέρω απαγόρευση της χρήσης των μετρητών, π.χ. σε όλες τις συναλλαγές με το Δημόσιο ή σε συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων).
Είναι σαφές πως η κυβέρνηση ορθώς στοχεύει στην αύξηση της χρήσης του πλαστικού χρήματος ως μέσο μείωσης της φοροδιαφυγής. Επιστρέφοντας από τη Βρετανία το 2005 μου έκανε τεράστια εντύπωση η απόκλιση της Ελλάδας από τη χώρα εκείνη. Οι χρεωστικές κάρτες ήταν κάτι σε μεγάλο βαθμό άγνωστο στο ευρύ κοινό, οι πιστωτικές ήταν κοινός τόπος όμως η χρήση τους ήταν σχετικά περιορισμένη σε μεγαλύτερες αγορές, τα περισσότερα σημεία καθημερινών αγορών στερούνταν οποιαδήποτε υποστήριξη για ηλεκτρονικές πληρωμές. Εκεί που στο Λονδίνο κινούσουν με μια Switch (αργότερα αντικαταστάθηκε από τη Maestro ή Visa Debit) στην τσέπη, στην Αθήνα χρειαζόσουν ένα πορτοφόλι γεμάτο νομίσματα και χαρτονομίσματα. Σιγά σιγά αυτό άλλαξε, τόσο με τα προγράμματα επιβράβευσης των τραπεζών όσο και με την σταδιακή διείσδυση της τεχνολογίας που έκανε πιο γνώριμη τη χρήση των καρτών, και αργότερα ηλεκτρονικών πλατφόρμων όπως το PayPal ή την ελληνική Viva σε μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Η διευκόλυνση για νόμιμους καταναλωτές και επιχειρήσεις (αλλά και το φορολογικό πλεονέκτημα) είναι τεράστιο.
Όμως υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ του βρετανικού μοντέλου και του ελληνικού. Ακόμη και σήμερα, απ’όσο γνωρίζω, η Βρετανία δεν επιβάλλει όριο στην χρήση μετρητών για ατομικές αγορές. Τα μετρητά γίνονται δεκτά σε όλες τις επιχειρήσεις και υπηρεσίες του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τουλάχιστον για σχετικά μικρά ποσά. Απουσιάζει δηλαδή, σε μεγάλο βαθμό, το ‘ραβδί’ από τα προτεινόμενα μέτρα, ενώ σίγουρα προσφέρονται πλεονεκτήματα και προνόμια από την χρήση του τραπεζικού συστήματος για πληρωμές.
Μεταξύ των δύο, πιστεύω ακράδαντα πως το ‘καρότο’ της επιβράβευσης είναι η λύση που θα έπρεπε να υιοθετεί η κυβέρνηση, σε συνδυασμό με ελέγχους και μια αναβαθμισμένη υποδομή επεξεργασίας και ανάλυσης των στοιχείων των πολιτών. Η απαγόρευση/κατάργηση των μετρητών, το ‘ραβδί’ που εφάρμοσε η κυβέρνηση του Γ.Α. Παπανδρέου αλλά και προτείνει να επεκτείνει η σημερινή, είναι καταδικαστέο σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν ο στόχος είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής.