Η Ελλάδα παραλύει. Ο πανικός έχει ήδη αρχίσει να τρυπώνει στην καθημερινότητά των Ελλήνων. Αύριο καλούμαστε να απαντήσουμε σε ένα παραπλανητικό ερώτημα. Ένα άτοπο ερώτημα. Ένα διχαστικό ερώτημα. Ένα ερώτημα χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, για μια κακή πρόταση που δεν υφίσταται πλέον, που έχει ήδη αντικατασταθεί από δύο νεότερες προτάσεις, επίσης κακές. Προτάσεις ελλιπείς, που δεν λύνουν το πρόβλημα του υπέρογκου χρέους, της ύφεσης, των κύριων παθογενειών του ελληνικού κράτους. Που δεν λύνουν ούτε τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε αλλά ούτε αυτά που θα αντιμετωπίσουμε τις επόμενες δεκαετίες, όταν το 60% αυτών των ‘νέων άνεργων’ γίνει η βασική παραγωγική ομάδα του τόπου.
Και έτσι απαντάμε. Διχαστικά, βλακωδώς, με πάθος, χωρίς σκέψη. Παίρνουμε θέση στα στρατόπεδα της βλακείας, τα προϊόντα μιας τραγικής διαπραγμάτευσης από μια άπειρη και επικοινωνιακά ανίκανη κυβέρνηση. Το δημοψήφισμα έγινε για πολλούς λόγους, πολλοί από τους οποίους λίγο έχουν να κάνουν με την Ευρώπη, και περισσότερο με τις εσωτερικές ισορροπίες στη συγκυβέρνηση και τις διαφορετικές φράξιες της.
‘Όχι’, “για την αξιοπρέπεια”, ίσως και για την εκδίκηση. Εκδίκηση απέναντι στους ανάλγητους, άπληστους, απάνθρωπους Ευρωπαίους που προτιμούν το μαύρο μελάνι από το κόκκινο ακόμη κι όταν η κοινωνία ολόκληρη ματώνει. Αλλά και τους διεφθαρμένους, μύωπες πολιτικούς των τελευταίων 40 ετών. Μόνο που το Όχι λίγο έχει να κάνει με την ανύπαρκτη πρόταση στην οποία αναφέρεται. Όταν απαντάς σε ένα ανόητο, ασαφές ερώτημα, και ο αποδέκτης της απάντησής σου, οι συνομιλητές σου, εχθροί και φίλοι, σύσσωμοι σε προειδοποιούν για τη σημασία του, απαντάς γι’αυτήν, όχι για τους λόγους που εσύ πιστεύεις ή φαντάζεσαι: ο συμβολισμός αλλάζει. Λίγο έχει να κάνει με τη διαπραγμάτευση που θέλει να επικοινωνήσει η κυβέρνηση. Λίγο έχει να κάνει με την ‘βούληση του ελληνικού λαού’. Το Όχι αφορά την Ευρώπη. Πολλοί από τους φανατικότερους οπαδούς του Όχι το λένε ανοιχτά άλλωστε. Επιθυμούν έξοδο. Όχι μια βελούδινη, κοινή συναινέσει έξοδο από την Ευρωζώνη, “γιατί δεν φαίνεται να δουλεύει για την Ελλάδα”. Μια άτακτη έξοδο από την Ευρωζώνη και πιθανόν την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια ρήξη. Μια επίθεση καμικάζι που θα μας σκοτώσει αλλά θα λαβώσει και τους εχθρούς. Καταστροφική εκδίκηση με εθνικιστικό πρόσημο.
Η κυβέρνηση προσπαθεί, μάταια, να μας πείσει για το αντίθετο. Αποτυγχάνει. Γιατί έχει έλλειμμα αξιοπιστίας. Έλλειμμα ικανότητας. Κι ας είναι ορθή, αξιέπαινη ίσως, η οικονομική κριτική της. Κι ας έχει το δίκιο με το μέρος της. Η διπλωματία, η πολιτική, οι διεθνείς σχέσεις είναι κάτι διαφορετικό από τα οικονομικά. Κάτι άλλο από τη Θεωρία Παιγνίων. Αν το δημοψήφισμα είχε γίνει εώς τον Απρίλιο ή τον Μάιο ίσως να είχε όντως κάποια διαπραγματευτική ισχύ. Σήμερα είναι απλά επικίνδυνη δικαιολογία. Όποιος ψηφίζει ‘Όχι’ όντας αγανακτισμένος ευρωπαϊστής δίνει άλλοθι σε αυτούς τους Ευρωπαίους ηγέτες που θέλουν να γενικεύσουν την έχθρα που έχουν απέναντι στην σημερινή κυβέρνηση, σε έχθρα απέναντι στους έλληνες συνολικά. Για να βρούν αυτοί κι άλλες δικαιολογίες για να τερματίσουν την υποστήριξη στις τράπεζές μας και να βγούμε ατάκτως, και με δική μας πρωτοβουλία από την Ευρωζώνη, κυκλοφορώντας παράλληλο νόμισμα, χρεόγραφα κ.ο.κ. Όμως αυτό θα πλήξει περισσότερο τους πιο αδύνατους, ως μεγάλη ειρωνεία, κυρίως αυτούς που ψήφισαν το Όχι, παραπλανημένοι στη πίστη πως έτσι θα λυτρώνονταν, πως ίσως θα πετύχαιναν κάτι καλύτερο για τους ίδιους και τους συμπολίτες τους. Δίνει άλλοθι επίσης σε αυτούς εντός της χώρας που ποτέ δεν ήθελαν την Ευρωπαϊκή ταυτότητα της Ελλάδας. Ένα ηχηρό ‘Όχι’ είναι μια μη-αναστρέψιμη ενέργεια. Μια ρήξη. Και βεβαίως η ρήξη δεν είναι ταμπού. Ούτε απαραίτητα λάθος. Όμως αποζητάς τη ρήξη όταν είσαι έτοιμος να την διαχειριστείς. Αν μη τι άλλο μια ρήξη με την Ευρώπη θα χρειαζόταν πολλή περισσότερη σκέψη, πολύ καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό, ικανό να αντικαταστήσει χαμένους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, δομές και διαδικασίες με άλλες, αντίστοιχες και ικανές να μας βοηθήσουν να προχωρήσουμε. Θα χρειαζόταν πολύ περισσότερο πολιτικό κεφάλαιο εντός και εκτός της χώρας, δικλείδες ασφαλείας, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές που θα προστάτευαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού κατά την μεταβατική περίοδο. Περισσότερη συνεννόηση, περισσότερη ισχύ απ’ότι έχουμε σήμερα ως έθνος και ως κράτος. Δεν γίνονται έτσι οι ρήξεις.
Και από την άλλη το ‘Ναί’, για την Ευρώπη. Ως αντίδραση. Ως φόβος. Ως τη ‘λιγότερο κακή επιλογή’. Το τρομαγμένο ‘Ναι, σε όλα’. Που βρίσκει την Ελλάδα, με όλες τις ευθύνες της, με όλα τα κακώς κείμενά της και της παθογένειές της, μια μόνιμη αποικία στον ευρωπαϊκό νότο. Μιας ηγεσίας που ντροπιάζει τις αρχές της Ένωσης και αποδεικνύεται πολύ λίγη. Μιας Ευρώπης που, με επικεφαλής τη Γερμανία, έχει περίτεχνα επιβάλλει ένα είδος νεώτερου μερκαντιλισμού στη γηραιά ήπειρο με σκοπό να διαφυλάξει και μεγιστοποιήσει τα οφέλη για την ανεπτυγμένη εξαγωγική οικονομία αυτής και κάποιων άλλων χωρών, οδηγώντας σταδιακά αλλά με βεβαιότητα την υπόλοιπη Ευρώπη, τη φτωχότερη Ευρώπη, στον τάφο. Μη γελιέστε, η Ισπανία, η Πορτογαλία αλλά και η Ιταλία, αλλά σύντομα η Γαλλία και άλλες χώρες, ‘βράζουν’. Βράζουν κοινωνικά αλλά και οικονομικά. Ό,τι κι αν λένε οι ηγέτες τους ή οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι. Οι οικονομίες τους μπορεί, με προσεκτική επιλογή των οικονομικών μετρικών, να φαίνονται υγιείς όμως κρέμονται από ένα σκοινί. Οι πληθυσμοί τους ταλαιπωρούνται, χάνουν εισοδήματα, πέφτει το επίπεδο ζωής τους. Το μέλλον τους, με τα προγράμματα που τόσο θέλει η Γερμανία να επιβάλλει, φαίνεται σκοτεινό, όπως και το δικό μας.
Το λάθος της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης δεν ήταν ποτέ οικονομικό. Ήταν πρωτίστως πολιτικό και διπλωματικό. Η ορθή κριτική της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα έφερε κάποια ουσιαστικά, θετικά, αποτελέσματα για την Ελλάδα που οι προηγούμενες κυβερνήσεις απέτυχαν παταγωδώς να αποσπάσουν: τη μείωση του απαιτητού πρωτογενούς πλεονάσματος για παράδειγμα. Πέτυχε στην οικονομική ανάλυση εκεί που απέτυχε στην πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις και τη διπλωματία. Όταν όλοι, σύμμαχοι και εχθροί, η διεθνής κοινότητα αλλά και διεθνείς οργανισμοί, μιλούν για συμφωνία, εκφράζονται κατά της ανόητης διαμάχης και της ρήξης, είναι σαφές πως το διπλωματικό παιχνίδι έχει χαθεί. Στα πλαίσια των διεθνών σχέσεων το αν η Ελλάδα έχει δίκιο ή άδικο ως προς τα οικονομικά μεγέθη και την βιωσιμότητα δεν έχει πια σημασία. Γιατί το σημαντικό, το κύριο μέλημα μιας κυβέρνησης πρέπει πάντοτε να είναι η ευημερία του λαού της. Η επίγνωση του ότι έχεις δίκιο υστερεί απέναντι στη βαρύτητα του να επιτρέψεις μια ευρύτατη καταστροφή για τη χώρα σου. Και η ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και πιθανόν με την διεθνή κοινότητα, η οποία έχει επίσης πολλά να χάσει από την αποχώριση της Ελλάδος απο την ευρωζώνη, πέραν από αυτοκαταστροφική είναι και εγγύηση αστάθειας, πολιτικής, οικονομικής αλλά ενδεχομένως και διακινδύνευση της ασφάλειας για τη χώρα μας.
Μα τώρα δεν είναι ώρα για ανόητες, πονηρές ερωτήσεις. Τι απαντούμε; Η αλήθεια δεν είναι άσπρη ή μαύρη, δεν είναι μια απάντηση ‘Ναι’ ή ‘Όχι’ σε ένα ασαφές, παραπλανητικό ερώτημα. Δεν αξίζει να διαπληκτιζόμαστε, να διχαζόμαστε, ούτε καν να διαφωνούμε γι’αυτό. Γιατί, μη γελιέστε, το δημοψήφισμα στο οποίο καλούμαστε να ψηφίσουμε είναι μια εσφαλμένη, ψευδής διχοτόμηση της αλήθειας. Η απάντηση στο πρόβλημα της Ελλάδας δεν γίνεται να λυθεί μαγικά, δεν λύνεται με μια ψήφο, δεν αποτελεί προνόμιο μιας απόφασης του Ελληνικού λαού μια Κυριακή του Ιουλίου. Ίσως τελικώς το δημοψήφισμα να έχει πολύ λιγότερη πρακτική σημασία απ’ότι νομίζουμε. Η υστερία του Όχι και του Ναί να φαντάζει ντροπιαστική μετά από κάποια χρόνια. Η επίκληση της κυβέρνησης της περίπτωσης της Ιρλανδίας, ως παράδειγμα προς μίμηση είναι μια αποτυχημένη προσπάθεια δικαιολόγησης της κάκιστης, πανικόβλητης κίνησής της. Άλλες οι συνθήκες τότε, άλλη χώρα εκείνη, άλλη η θέση και η ισχύς της. Το δημοψήφισμα είναι μια πυρηνική επιλογή που μόνο κακό μπορεί να μας κάνει.
Και καταλήγουμε στη εξαναγκασμένη ψήφο υστερίας. “Για να μη βγεί το άλλο”. Όμως πρώτα από αυτό χρειάζεται η συνειδητοποίηση της αλήθειας. Πως δεν υπάρχει μαγική λύση. Δεν υπάρχουν εθνοσωτήρες Ρώσοι, Αμερικάνοι, Κινέζοι, Γερμανοί ή Γάλλοι. Η Ευρώπη από μόνη της δεν μας σώζει — τη τελευταία πενταετία μάλλον κακό μας έκανε. Η κατάσταση θα είναι ζοφερή για πολλά χρόνια, πιθανόν δεκαετίες, ό,τι κι αν ψηφίσεις αύριο. Ευθύνη γι’αυτό έχουν κυρίως όλες οι κυβερνήσεις που πέρασαν από την Ελλάδα αλλά και η Ευρωπαϊκή ηγεσία. Όχι μόνον στα χρόνια της κρίσης, αλλά από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Συμπεριλαμβανομένης της σημερινής. Και η ψήφος στο δημοψήφισμα αυτών που με πάθος υποστήριξαν το ένα ή το άλλο θα έχει ελάχιστη σημασία. Γιατί δεν δουλεύει έτσι ο κόσμος. Γιατί δεν σημαίνει τίποτα η ψήφος των Ελλήνων, λες και οι άλλοι δεν έχουν δικαίωμα έκφρασης, δεν έχουν δικαίωμα ψήφου ή επιλογής.
Ό,τι και να ψηφίσετε δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Όμως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί από πολιτικές ομάδες, εντός και εκτός της Ελλάδος, για να υποστηρίξουν τη θέση τους. Δεδομένης της σύνθεσης της κυβέρνησης, των στελεχών της αλλά και αυτών που στέκονται στη σκιά δίπλα τους, ένα ‘Όχι’ θα δώσει έναυσμα τόσο σε έλληνες που θέλουν να μας δούν εκτός Ευρώπης λόγω βλακείας ή τρέλας, όσο και στους Ευρωπαίους εκείνους που επιθυμούν την συνέχιση των δηλητηριωδών προγραμμάτων, να επιταχύνουν και να εξωθήσουν την έξοδο της χώρας μας. Και η Ελλάδα εκτός της ΕΕ έχει πολύ λιγότερες πιθανότητες να βγεί κερδισμένη ενώ το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο από όσα έχουμε χάσει μέχρι σήμερα.
Θαρρώ πως το βέλτιστο, ασφαλέστερο αποτέλεσμα αύριο θα είναι ένα οριακό ‘Ναί’. Γιατί συνδυάζει τα περισσότερα δυνητικά οφέλη για τη χώρα τόσο βραχυ όσο και μακροπρόθεσμα χωρίς να αποτελεί μη-αναστρέψιμη κίνηση απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους μας. Αφαιρεί από αυτούς που θέλουν να εκδιωχθεί άτακτα η Ελλάδα από την Ευρώπη το δικαίωμα να επικαλεστούν την βούληση ή εντολή του ελληνικού λαού για να το επιτύχουν. Αφαιρεί, αντίστοιχα από τους Ευρωπαίους το δικαίωμα να ζητήσουν περισσότερα απ’όσα έχουν ήδη ζητήσει επικαλούμενοι την ευρεία στήριξη του ελληνικού λαού στα κοινωνικά και οικονομικά καταστροφικά μέτρα τους. Αλλά παράλληλα δεν αποτρέπει τη συνέχιση μιας σκληρής, σοβαρής και αξιόπιστης διαπραγμάτευσης για μια μελλοντική επανεξέταση και διόρθωση του όποιου προγράμματος συμφωνήσουμε. Μια διαπραγμάτευση που στο μέλλον θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στη ρήξη αν αυτό τότε καταστεί απαραίτητο. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Γιατί ένα οριακά πλειοψηφικό ‘Ναί’, βραχυπρόθεσμα, θα προστατέψει τα κρίσιμης σημασίας συμφέροντα της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης και ταυτόχρονα θα αποτρέψει να δημιουργηθούν οι ακραίες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που θα επηρεάσουν όλους αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη και που στην αντίθετη περίπτωση, με ένα πλειοψηφικό ‘Όχι’ θα βιώσουν τη κρίση εντονότερα και πιο επίπονα από ποτέ.
Ένα ελάχιστα πλειοψηφικό ‘Ναί’ θα είναι μια σαφής ένδειξη προς αυτούς τους εταίρους μας που έχουν συμπάθεια προς την Ελλάδα πως δεν επιθυμούμε να αντιταχθούμε με όλο τον κόσμο, πως καταλαβαίνουμε πως για την λύση των δεινών που βιώνουμε εδώ και χρόνια, χρειάζεται και θέλουμε την συμμετοχή των εταίρων μας. Πως αναγνωρίζουμε και τα δικά μας λάθη και είμαστε διατεθειμένοι να μη τα επαναλάβουμε. Πως δεν επιθυμούμε να διαρρήξουμε τις σχέσεις μας με τη διεθνή κοινότητα, αλλά περιμένουμε να αναγνωρίσει και αυτή τα δικά της. Πως ζητούμε μια καλή λύση, όχι τη ρήξη.
Σκεφτείτε πόσα περισσότερα θα μπορούσαμε να επιτύχουμε τους επόμενους μήνες ή χρόνια, με περισσότερη σοβαρότητα και λογικά επιχειρήματα, επιδεικνύοντας δεινή ικανότητα στη διπλωματία, με δημιουργία ευρύτερων συμμαχιών. Μόνον τότε η αντίσταση στις παράλογες απαιτήσεις των Θεσμών, που τόσο αβίαστα δέχθηκαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις της τελευταίας πενταετίας, θα μπορούσε να φέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα τα επόμενα χρόνια. Για τον φτωχότερο έλληνα. Για τον μέσο έλληνα. Για όλους μας.
Αλλά για να συμβεί αυτό, για να δημιουργηθούν αυτές οι συμμαχίες, να αποτραπεί το χάος της απομόνωσης, του ευρωπαϊκού ρεβανσισμού και της κοινωνικής και οικονομικής καταστροφής, τις αρχές της οποίας ήδη βιώνουμε, πρέπει να είμαστε ακόμη εκεί, στην Ευρώπη. Και για να το πετύχουμε αυτό, μόνον ένα μικρό προβάδισμα στο ‘Ναί’ φαίνεται πως θα μας δώσει τις περισσότερες ελπίδες.
Ανεξαρτήτως του εάν και τι θα ψηφίσετε εσείς ή εγώ.