Η ζωή που μας αξίζει.

Το περασμένο καλοκαίρι η Ελλάδα βίωσε ίσως τον χειρότερο καύσωνα της τελευταίας σαραντακονταετίας. Παράλληλα με τις ανυπόφορες θερμοκρασίες (που ξεπέρασαν τους 43° κελσίου σε πολλά σημεία της χώρας) η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με σωρεία πυρκαγιών (και το 2024 προβλέπεται χειρότερο, τουλάχιστον κατά 22%.) Η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται πως μεγάλο μέρος αυτών οφείλονταν σε ανθρώπινο παράγοντα, όμως δεν βρήκα κάποια πειστική εξήγηση που να δικαιολογεί την πεποίθησή τους αυτή. Ανεξαρτήτως όμως, σε μεγάλο βαθμό για τα φαινόμενα που βιώνουμε, ευθύνεται χωρίς καμία αμφιβολία η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή: ο πλανήτης βρέθηκε να έχει τις υψηλότερες θερμοκρασίες των τελευταίων 120,000 ετών, εξαιρετικά υψηλή ξηρασία και δυνατούς ανέμους σε μεγάλο αριθμό περιοχών, μεταξύ των οποίων και η Μεσόγειος θάλασσα, επακριβώς οι συνθήκες που χρειάζεται μια πυρκαγιά για να γιγαντωθεί και τεθεί εκτός ελέγχου. Ακόμη κι αν είχαμε την καλύτερη δυνατή οργάνωση, τις καλύτερες δυνατές τεχνικές και ανθρώπινες υποδομές, πρότερη γνώση επακριβώς που και πότε θα ξεσπούσε μια πυρκαγιά, προτού αυτή μεγαλώσει, είναι πιθανό πως θα δυσκολευόμασταν να τις αντιμετωπίσουμε.

Πέραν από τις πυρκαγιές όμως, που, και πέρυσι, κατέστρεψαν δεκάδες χιλιάδες στρέμματα βλάστησης αλλά και ανθρώπινες κατασκευές, σε διάφορες περιοχές της χώρας, η μακρά περίοδος ιδιαίτερα υψηλής θερμοκρασίας (σχεδόν 15 ημέρες) έφερε στο προσκήνιο την βιωσιμότητα των πόλεων της χώρας, με πρώτη φυσικά την Αθήνα, με σωρεία άρθρων από καθηγητές περιβαλλοντικής φυσικής, κλίματος κλπ και συχνές πυκνές αναφορές στον καύσωνα του 1987, έναν από τους πρώτους ‘μεγάλους’ καύσωνες που βίωσε η Αθήνα τα τελευταία 100+ χρόνια.

Η μεγάλη διαφορά μεταξύ του 1987 και σήμερα, είναι αφ’ενός η σχεδόν καθολική ύπαρξη κλιματιστικών σε κατοικίες και γραφεία, αλλά και σε οχήματα, μέσα μαζικής μεταφοράς κ.ο.κ., και αφ’ετέρου η τρομακτική μείωση δασών στα πέριξ των Αθηνών, αποτέλεσμα των τεράστιων καταστροφών σε Πεντέλη (1995, 2007) και Πάρνηθα (2007) που ‘ρύθμιζαν’ το κλίμα του λεκανοπεδίου, αλλά και της συνεχιζόμενης παρανοϊκής δόμησης, με ολοένα μεγαλύτερα κτήρια, ολοένα μικρότερους κήπους, ακόμη και σε περιοχές που μόλις προ εικοσαετίας θεωρούνταν (εν πολλοίς) οικισμοί χαμηλής δόμησης, κατά βάση κατοικημένους τους καλοκαιρινούς μήνες, όπως π.χ. το Μαρκόπουλο, το Πόρτο Ράφτη, η Αρτέμιδα, το Λαγονήσι, η Ραφήνα και θα περίμενε κανείς πως η (βέβαιη) ανοικοδόμησή τους όπως μεγάλωνε ο μητροπολιτικός ιστός της πρωτεύουσας, θα γίνονταν, τουλάχιστον, με ‘ορθότερους’ όρους και καλύτερες βάσεις, από αυτές που οδήγησαν στην φρικαλέα μορφή που συναντούμε σε παλαιότερες περιοχές μεταξύ του 1950 και του 1980. Όπως η Κυψέλη, το Γαλάτσι, τα Πατήσια, την Νεάπολη Αθηνών και άλλες. Κι όμως.

Ούτε μια καταστροφή δεν αρκεί

Από τις δηλώσεις των αρμόδιων υπουργών και ειδικών, οι ‘πυρκαγιές’ όπως και το ‘φυσικό περιβάλλον’ εξακολουθούν να μην συνδέονται απόλυτα με την ανθρώπινη επιβίωση, όπως και την βιωσιμότητα των πόλεων μας. Άλλη η συζήτηση για το ‘δάσος’, άλλη αυτή για την ‘πόλη’ και για την κλιματική αλλαγή.

Κι ενώ για τις πυρκαγιές οι λύσεις είναι αρκετές, τόσο οργανωτικές όσο και τεχνολογικές, με πλήθος εργαλείων (από drones, μέχρι δορυφόρους, ασύρματους, αυτόνομους αισθητήρες) και τεχνικών (φύτευση διαφορετικών τύπων δένδρων και όχι μόνον πεύκων και κυπαρισσίων—όπως συνηθίζεται στην Ελλάδα—δημιουργία των απαραίτητων αντιπυρικών ζωνών, πυροφυλάκειων, πρόσληψη και εκπαίδευση δασοφυλάκων κλπ.) καθώς και η παραδειγματική, άνευ «παραθύρων» και «εξαιρέσεων» τιμωρία όσων καταστρέφουν ή επιχειρούν να εκμεταλλευτούν δασική γη, δεν ισχύει το ίδιο για τις πόλεις.

Μετά τις φετινές καταστροφές τι αλλαγές μπορούμε να περιμένουμε από την Πολιτεία έτσι ώστε να προστατευτούμε ως κάτοικοι αυτής της χώρας από την κλιματική αλλαγή; Πως θα προστατεύσουμε το φυσικό μας περιβάλλον; Πέραν από την αγορά μερικών ακόμη πυροσβεστικών αεροσκαφών ή την πρόσληψη κάποιων ακόμη πυροσβεστών ή δασοφυλάκων, ή επιδόματα για αγορά κλιματιστικών και ενεργειακής αναβάθμισης παλαιών πολυκατοικιών, υπάρχει κάποιο φιλόδοξο σχέδιο ικανό να αλλάξει ριζικά, προς το καλύτερο, την ύπαρξη του μέσου Έλληνα τις επόμενες δεκαετίες; Δυστυχώς η απάντηση είναι, νομίζω ξεκάθαρα, όχι.

Είναι σαφές πως η δόμηση στην Ελλάδα γίνεται άναρχα, και με εντελώς απώντα τον κρατικό έλεγχο, όπως αντίστοιχα γίνεται και η χάραξη του σχεδίου πόλης. Το κλίμα προφανώς ουδέποτε αποτέλεσε κριτήριο για την ελληνική πολεοδομία, ειδάλλως οι βασικοί οδικοί άξονες θα είχαν χαραχθεί διαφορετικά, οι συντελεστές δόμησης θα ήταν εντελώς διαφορετικοί, οι πλατείες θα είχαν υπόγεια δημοτικά (ή ιδιωτικά) γκαράζ για τους κατοίκους με ιδιαίτερα λογικές μηνιαίες συνδρομές (όπως γίνεται σε όλη την Ευρώπη, ακόμη και σε πλατείες που κρατούν από τον Μεσαίωνα), θα υπήρχαν πλήθος πάρκων, πεζόδρομων, πεζοδρόμιων που απευθύνονται σε ανθρώπους και όχι σε μικρά τετράποδα, με φάρδος μικρότερο του ενός μέτρου και ένα δέντρο φυτεμένο κάθε μερικά μέτρα.

Μέχρι σήμερα το βασικό επιχείρημα που θα δώσει κανείς, καλόπιστα, όταν αναλογίζεται την αθλιότητα της πόλης που αποκαλούμε πρωτεύουσα, αφορά το κόστος που θα συνεπάγονταν μια ‘καλύτερα’ σχεδιασμένη πόλη, όμως ουδείς σκέφτεται το τεράστιο κόστος που συνεπάγεται το τερατούργημα που κατασκεύασαν οι Έλληνες τον περασμένο αιώνα (και που πολλές φορές, οι περισσότερο αδαείς από αυτούς, με πάθος υπερασπίζονται ακόμη και σήμερα, ως “μια πόλη με ψυχή”, “ζωή”, κλπ. άλλες ανόητες λεξούλες, σε μια μάταιη προσπάθεια να ξεχάσουμε την αθλιότητα της δόμησης, τις απούσες υποδομές, το ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο ζωής που παραπέμπει σε τριτοκοσμική και όχι ευρωπαϊκή χώρα, την απόλυτη απουσία βιωσιμότητας της πόλης που αποκαλούμε σπίτι μας). Σε ποιό κόστος αναφέρομαι; Στο κόστος στην υγεία μας, ψυχική και σωματική, στην κοινωνία, που φέρνει η απουσία χώρων επικοινωνίας, συνύπαρξης, ξεκούρασης, χαλάρωσης, πρασίνου. Στο κόστος για τα παιδιά που στερούνται έναν χώρο να παίξουν, να τρέξουν, να γνωριστούν. Κι ενώ διαβάζω με αγωνία τις ειδήσεις για την ολοένα αυξανόμενη βία μεταξύ παιδιών, τις μελέτες για την ιδιαίτερα αρνητική επίδραση της «τεχνολογίας», των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των βιντεοπαιχνιδιών στα παιδιά, στις ίδιες μελέτες συχνά αναφέρεται πως βασικός λόγος είναι πως τα παιδιά των τελευταίων 30 ετών μεγαλώνουν με πολύ μεγαλύτερους περιορισμούς στο παιχνίδι, κλεισμένα εντός του σπιτιού, με λιγότερη επικοινωνία και επαφή με συνομήλικους τους, στους δρόμους, τις γειτονιές και τις ‘αλάνες’ και είναι αυτονόητο να βρίσκουν διέξοδο στην ‘οθόνη’. Δεν φταίει όμως η ‘οθόνη’ ως μέσο. Φταίει προφανώς το τι κάνουν μπροστά στην ‘οθόνη’ αλλά και το ότι δεν έχουν πολλά να κάνουν πέραν αυτής. Κι’όμως ουδεμία σημασία δεν δίνει η Πολιτεία, ή και η κοινωνία γενικότερα, σε αυτή την μετεξέλιξη των πόλεων σε χώρους που στερούνται τα βασικά χαρακτηριστικά που χιλιετίες προσφέρουν στον άνθρωπο χαρά, ικανοποίηση και κοινωνικοποίηση. Στο γεγονός πως η Αθήνα είναι μάλλον από τις λιγότερο περπατήσιμες πόλεις στην Ευρώπη, πως το κέντρο της είναι με βεβαιότητα το πλέον υποβαθμισμένο κέντρο πρωτεύουσας στην πάλαι ποτέ ΕΕ των 15 (και ίσως και σε αυτή των 27), πως υπάρχουν ελάχιστοι χώροι πρασίνου και αναψυχής, παιχνιδιού και χαλάρωσης—κάτι που πέραν των άλλων συνεπάγεται σημαντική μείωση και στην δυνητική αξία της περιουσίας των Αθηναίων.

Μια διαφορετική πόλη

Το πρόβλημα με την δόμηση είναι πως άπαξ και ολοκληρωθεί, ιδιαίτερα δύσκολα αλλάζει. Περνούν δεκαετίες, ίσως και αιώνες, μέχρις ότου τεθούν οι συνθήκες για μαζικές αλλαγές και βελτιώσεις, όπως μας διδάσκει το παράδειγμα του Παρισιού, μιας πόλης που μεταμορφώθηκε αρκετές φορές μεταξύ του 18ου και του 21ου αιώνα, και όπου όμως, ακόμη και υπό καθεστώτα σαφώς πιο ανελεύθερα (εώς και απολυταρχικά) από το δικό μας, σημαντικές βελτιώσεις π.χ. στο αποχετευτικό σύστημα της πόλης, χρειάστηκαν βαθιές τομές, απαλλοτριώσεις, πολιτικές διαπραγματεύσεις, σωρεία μελετών — και κάποιες δεκαετίες — μέχρις ότου ολοκληρωθούν.

Το ότι οι νεότερες περιοχές της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής των Αθηνών επιδεικνύουν όλα τα προβλήματα των παλαιότερων συγκεντρωμένα (απουσία πεζοδρομίων, κακή χάραξη σχεδίου, συντελεστές που δεν επιβάλλουν την ύπαρξη ανοικτών χώρων, πρασίνου και δη δέντρων, απουσία πάρκων και άλλων πράσινων χώρων, μηδενική πρόβλεψη για μέσα μαζικής μεταφοράς, οδικό δίκτυο, πόσο μάλλον ζητήματα μικροκλίματος κλπ.) θα έπρεπε να προβληματίζει τους πάντες, κι όμως περνάει απαρατήρητο.

Μια στο τόσο ακούς — συχνά από το ίδιο άτομο — την απολογία για την «ζωντανή» Αθήνα του σήμερα, ίσως στην ίδια πρόταση με την νοσταλγία του παιδικού παιχνιδιού “στις αλάνες” περασμένων δεκαετιών. Πόσο θλιβερό, αν αναλογιστεί κανείς πως οι «αλάνες» δεν είναι παρά μια αδαής ερμηνεία της, πολύ σύντομα, ανεγερθείσας πόλης-τέρατος που εξαλείφει πλήρως κάθε πιθανότητα παιχνιδιού, χαράς, περιπάτου, για τις επόμενες γενιές. Αντίστοιχη με την θαλπωρή της φωτιάς που, για λίγα δευτερόλεπτα, ίσως σε ζεσταίνει, λίγο πριν σε κάψει ζωντανό. Με τέτοια τρικυμία εν κρανίω, πως μπορεί κανείς να οραματιστεί μια καλύτερη πόλη; Πιο βιώσιμη; Πιο ανθρώπινη;

Στο βιβλίο-σημείο αναφοράς του, A Pattern Language, Ο Christopher Alexander, καθηγητής για αρκετές δεκαετίες στο πανεπιστήμιο του Berkeley, αναφέρει, μεταξύ πολλών άλλων εξαιρετικών ιδεών και προτάσεων για την πολεοδόμηση, την σημασία της εγγύτητας του αστικού ιστού σε χώρους πρασίνου, στην ‘εξοχή’, την ανάγκη για περπατήσιμες αστικές δομές, για χώρους επικοινωνίας και παιχνιδιού, χωρίς τον φόβο, τον θόρυβο, την ρύπανση και τα εμπόδια που αποτελούν τα αυτοκίνητα.

If we wish to re-establish and maintain the proper connection between city and country, and yet maintain the density of urban interactions, it will be necessary to stretch out the urbanized area into long sinuous fingers which extend into the farmland […]. Not only will the city be in the form of narrow fingers, but so will be the farmlands adjacent to it.

The maximum width of the city fingers is determined by the maximum acceptable distance from the heart of the city to the countryside. We reckon that everyone should be within 10 minutes’ walk of the countryside. This would set a maximum width of 1 mile for the city fingers.

A Pattern Language: Towns, Building, Construction by Christopher Alexander, p.24

Αυτά τα γράφει ο Alexander έχοντας υπόψη του πρωτίστως τις πόλεις της δυτικής Ευρώπης όπου μεγάλωσε και της Καλιφόρνια, όπου έζησε για πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του. Μητροπολιτικές περιοχές με πυκνότητα πληθυσμού μεταξύ 50-90% μικρότερης αυτής της μητροπολιτικής περιοχής των Αθηνών. Με πλήθος πάρκων, χώρων αναψυχής κ.ο.κ.

Στην Ελλάδα φτιάξαμε πόλεις με φαινομενικά πρωταρχικό στόχο την πλήρη εξάλειψη της φύσης, της δυνατότητας περιπάτου, ή παιχνιδιού (πέραν από τα όρια μικρών και συχνά κάκιστων και εγκαταλειμένων, βανδαλισμένων και επικίνδυνων παιδικών χαρών), την μεγιστοποίηση του τσιμέντου και των ‘ωφέλιμων’ χώρων (μεταφορές συντελεστών, ανυπαρξία πεζοδρομίων, απουσία ουσιαστικής υποχρέωσης διατήρησης υφιστάμενων δέντρων ή ύπαρξής τους στους ‘ακάλυπτους’ χώρους του οικοπέδου). Το όνειρο της πολυκατοικίας του 1960 μετετράπη στον εφιάλτη της Κυψέλης, του Παγκρατίου, του Γαλατσίου, του κέντρου των Αθηνών και πολλών άλλων περιοχών της πρωτεύουσας.

Ένα χειρότερο μέλλον

Μετά την κρίση της δεκαετίας του 2010, έρχεται η αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα της δεκαετίας του 2020. Και το αποτέλεσμα αυτής χαρακτηρίζεται από την πλήρη απαξίωση των βασικών αναγκών της πόλης και των κατοίκων της. Ακόμη και στον απόηχο των πλέον απειλητικών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Πίσω από τα νέα και σύγχρονα κτήρια, και την ‘μοντέρνα’ αισθητική, οι νέες πολυκατοικίες, με στόχο να μεγιστοποιήσουν στο έπακρο το ‘ωφέλιμο’ (βλ. πωλήσιμο) εμβαδό, μειώνουν τον κήπο σε λεπτές λωρίδες γης με λίγο γρασίδι και χαμηλή βλάστηση (λουλούδια ή μικροί θάμνοι) και εξαφανίζουν πλήρως τα δέντρα από το οικόπεδο (χωρίς καμία συνέπεια), στερώντας τόσο το κτήριο αλλά και την ευρύτερη περιοχή/πόλη από τα ρυθμιστικά, αισθητικά και άλλα οφέλη που προσφέρουν τα δέντρα, αλλά και την οποιαδήποτε ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον για την Αθήνα. Και το κάνουν αυτό γιατί ένα δέντρο κάνει την ύπαρξη υπογείων και συγκεκριμένα υπόγειου χώρου στάθμευσης πολύ δυσκολότερη/ακριβότερη, κάτι που δεν συνάδει με τους οικονομικούς στόχους και την αύξηση της πυκνότητας που αποτελούν μοναδικούς στόχους των κατασκευαστών. Οι νέες πολυκατοικίες στο Ψυχικό, το Χαλάνδρι, τα Βριλήσσια, τα Μελίσσια, την Κηφισιά, την Γλυφάδα, του Παπάγου, την Βούλα και άλλα προάστια των Αθηνών, άλλοτε ξεχωριστά και ελκυστικά, εν πολλοίς για το πράσινο και τις πολυτελείς κατασκευές τους, συμπεριλαμβανομένων πολλών μονοκατοικιών με μεγάλους κήπους, σταδιακά μετατρέπονται σε συνοικίες που, σε ό,τι αφορά τα βασικά χρόνια σφάλματα, λίγα έχουν να ζηλέψουν από τα χειρότερα παραδείγματα των κεντρικών περιοχών της Αθήνας, από τις οποίες έσπευσαν να ξεφύγουν, προς αναζήτηση πιό ανθρώπινων πόλεων, οι Αθηναίοι, πριν από μερικές δεκαετίες.

Τι να τον κάνω τον “βιοκλιματικό σχεδιασμό”, όταν η ολοκαίνουργια πολυκατοικία δεν έχει ούτε ένα δέντρο εντός του οικοπέδου, ούτε τον ελάχιστο κήπο για να παίξει ένα παιδί, πόσο μάλλον ένα παιδί με τους φίλους του; Τι να την κάνω την όμορφη περιοχή, όταν τα κτήρια ψηλώνουν σε βαθμό που σε συνδυασμό με τα στενά δρομάκια ο ουρανός είναι ελάχιστα ορατός, που ο ήλιος γίνεται πια προνόμιο των ‘πάνω ορόφων’. Που τα πεζοδρόμια, ακόμη και σήμερα, όταν αυτά υπάρχουν, δεν είναι ικανά να εξυπηρετήσουν ούτε 5 χρονά παιδιά, πόσο μάλλον ενήλικες. Που τα αυτοκίνητα είναι παρκαρισμένα παντού, χωρίς καμία συνέπεια. Με θερμοκρασίες, ρύπανση, θόρυβο επικίνδυνα για την υγεία όλων, αλλά πρωτίστως των ευπαθών ομάδων.

Προ τριαντακονταετίας, όταν ήμουν ακόμη έφηβος, άκουγα μεγαλύτερους να μιλούν για την άτακτη τσιμεντοποίηση της Αθήνας από τα μέσα του 20ου αιώνα και για κάποιες δεκαετίες· την απώλεια της “παλιάς Αθήνας”, των ανοιχτών χώρων, των χώρων πρασίνου, των σοκακιών που έπαιζαν τα παιδιά. Οι συζητήσεις τους ήταν δείγμα αντίληψης, απολογίας, αποδοχής του λάθους των ίδιων ή των προγόνων τους. Η αντίδρασή της γενιάς αυτής, όμως, ήταν απλά η εύκολη λύση: είτε να βγεί παραέξω και να κάνει ακριβώς τα ίδια ή, όταν την συνέφερε, να το κάνει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό ακόμη και σε περιοχές που ήταν ήδη παραδομένες στο τσιμέντο. Κάτι που σήμερα, η δική μου γενιά, φαίνεται επίσης να επαλαμβάνει δίχως ντροπή ή αντίληψη των συνεπειών των πράξεών της. Οι δεκαετίες περνούν, όμως η βλακεία παραμένει ακάθεκτη. Παραμένοντας στην Αθήνα, απολογούμενοι για τα χάλια της, προβάλλοντας τον ρομαντισμό “της ζωής”, “της αύρας”, “της κουλτούρας”, γκρεμίζοντας τις ελάχιστες μονοκατοικίες και άχτιστα οικόπεδα και γεμίζοντας τον χώρο με άθλιες, “πολυτελείς” πολυκατοικίες-σπιρτόκουτα, ζούμε την ζωή που μας αξίζει. Και συνάμα καταδικάζουμε την Αθήνα σε μια πόλη ξεκάθαρα μη-βιώσιμη, τόσο σήμερα όσο, πολύ περισσότερο, για τις επόμενες γενιές, αυτές των παιδιών, εγγονιών και δισέγγονών μας. Γιατί τα λάθη του 2020 θα αποτελούν αντικείμενο συζήτησης το 2070 ίσως και πολύ αργότερα.

Οι εικόνες αποτελούν συνθέσεις κατασκευασμένες με την χρήση λογισμικού τεχνητής νοημοσύνης ανοικτού κώδικα και prompts προερχόμενων ή βασισμένων σε κάποια από τα μοτίβα του Christopher Alexander αναφορικά με την δημιουργία βιώσιμων πόλεων.