Όταν ήμουν μικρό παιδί τις ‘παραμονές’ (και των Φώτων!) ξεχυνόμασταν παρέες στους δρόμους να πούμε τα κάλαντα. Όλοι το έκαναν. Όλοι το κάναμε. Κάποιοι επειδή ίσως τους πίεζαν οι γονείς τους, άλλοι για τη παράδοση αλλά και πολλοί για τα λεφτά κυρίως, ένα καλό συμπλήρωμα στο χαρτζιλίκι ή ένα ακόμη δώρο.
Τα πρωϊνά αυτά ξυπνούσαμε πολύ νωρίς, μαζευόμασταν και περνούσαμε τρείς ή τέσσερις ώρες στους δρόμους και στα σπίτια της γειτονιάς. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι. Το ίδιο και οι πολυκατοικίες. Παντού παιδιά.
Σήμερα χτύπησαν τη πόρτα μου μόλις 4 παρέες παιδιών. Αυτό ήταν όλο; Τι απέγιναν τα κάλαντα; Δε με ενδιαφέρει το θρησκευτικό κομμάτι ούτε ιδιαίτερα η παράδοση, όμως μου φάνηκε πολύ περίεργο.
Γέρασα τόσο ώστε να μπορώ να γράφω πως τα κάλαντα έχουν πλέον αποκτήσει τη θέση τους στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και δε το πήρα χαμπάρι; Είναι όλα τα παιδιά τόσο εύπορα και αδιάφορα που δεν βρίσκουν (ούτε καν τον υλικό) λόγο να βγούν έξω; Η είναι τα κάλαντα αντίστοιχη πολιτική έκφραση του ‘Καλά Χριστούγεννα’ που σιγά σιγά πρέπει να αντικατασταθεί από το ‘Καλές Γιορτές’ για λόγους πολιτικής ορθότητος;