Ξαναγυρίζω σε ένα θέμα για το οποίο έχω γράψει αρκετά. Προ μερικών ετών, σε ένα άρθρο μου έγραφα για το ΣΑΠΕΣ, πλέον Υπερίων, το σύστημα της ΕΕΤΤ για την καταγραφή της πραγματικής ταχύτητας σύνδεσης ανα την ελληνική επικράτεια.
Η ιδέα είναι πολύ απλή: γράφεσαι με το email σου και πραγματοποιείς, μέσω του δικτυακού τόπου του Υπερίων, μετρήσεις της ταχύτητάς της σύνδεσής σου. Προφανώς η υπηρεσία είναι δωρεάν, όμως και φοβερά χρήσιμη, τόσο για την ΕΕΤΤ, που εν γένει έχει συμβολικό ρόλο στην Ελλάδα, αν κρίνουμε από τα χάλια της ευρυζωνικής συνδεσιμότητας όχι μόνον της χώρας εν γένει αλλά και κεντρικών γειτονιών της πρωτεύουσας της, αλλά και για τον ευρύτερο πληθυσμό.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα ελάχιστοι άνθρωποι έχουν μπεί στον κόπο να αξιοποιήσουν την υπηρεσία για να καταγράψουν την ταχύτητα της σύνδεσής τους. Φαντάζομαι πως οι περισσότεροι από αυτούς (α) δεν έχουν ιδέα για την υπηρεσία, αλλά και να είχαν (β) σιγά μην κάθονταν να κάνουν περιοδικά μετρήσεις. Μια λύση θα ήταν η υποχρέωση από την ΕΕΤΤ στους παρόχους να συνοδεύουν τα αρχικά έγγραφα μιας συνδρομής (και τον εξοπλισμό) με κάποιο ενημερωτικό φυλλάδιο που θα παρώτρυνε τους πελάτες τους να χρησιμοποιήσουν το σύστημα για να μετρήσουν την ταχύτητα της σύνδεσής τους. Φυσικά οι πάροχοι κάτι τέτοιο δεν θα το ήθελαν και φυσικά αυτό θα έλυνε ίσως εν μέρει το (α) αλλά όχι το (β).
Μια πιο πολύπλοκη λύση, που όμως θα έδινε πολύ γρήγορα, εφόσον είχε αναπτυχθεί, εξαιρετική εικόνα της ταχύτητας των ευρυζωνικών συνδέσεων σχεδόν παντού, θα ήταν η ενσωμάτωση της μέτρησης π.χ. με το εργαλείο NDT (ταχύτητα και ποιότητα σύνδεσης) ή το Glasnost (επιβεβαίωση απουσίας φίλτρων στην σύνδεση, δηλαδή επιβεβαίωση πως η σύνδεση παρέχει ανοιχτή και ανεμπόδιστη πρόσβαση στο διαδίκτυο) ως μέρος του λογισμικού του εξοπλισμού πελάτη. Κάτι τέτοιο θα ήταν ευκολότερο απ’ότι φαίνεται στον ανειδίκευτο αναγνώστη: τα περισσότερα (θλιβερά μεν, φθηνά δε) ADSL router μηχανάκια που διατίθενται δωρεάν στους συνδρομητές από τους παρόχους έχουν λογισμικό βασισμένο σε ανοιχτό κώδικα, συνήθως GNU/Linux και παραμετροποιημένο από τους ίδιους. Πολλές φορές είναι δυνατή η περαιτέρω παραμετροποίηση ακόμη και η αντικατάσταση αυτού με κάποια από τις διαθέσιμες ανοιχτές διανομές GNU/Linux για δρομολογητές, όπως π.χ. το DDWRT κ.ο.κ. Η ενσωμάτωση μιας, π.χ. εβδομαδιαίας, μέτρησης της ταχύτητας της σύνδεσης και η καταχώρισή της, αυτόματα, στο hyperiontest.gr θα ήταν κάτι σχετικά εύκολο, τεχνικά. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε, εμπορικά και νομικά, να γίνει χωρίς επέκταση του νομοθετικού πλαισίου που θα επέβαλλε, ουσιαστικά, την ύπαρξη αυτού του λογισμικού στον εξοπλισμό, τον προσδιορισμό της θέσης του (κάτι τεχνικά πολύ εύκολο για μηχανήματα που έχουν ενσωματωμένο Wifi AP, σχεδόν όλα δηλαδή στις ημέρες μας) αλλά και την διασφάλιση του απορρήτου των καταναλωτών (κάτι κάπως δυσκολότερο, αφού πλέον θα καταχωρούνταν μετρήσεις χωρίς την συναίνεσή τους και μαζί με την σχεδόν ακριβή θέση τους).
Όταν έγραφα το προηγούμενο άρθρο μου η σύνδεσή μου είχε, για ανεξήγητο λόγο, υποβαθμιστεί από τα ~5Mbit σε λίγο παραπάνω από 3Mbit. Έκτοτε, και μετά από αρκετή προσπάθεια και πολυάριθμα τηλέφωνα στον ΟΤΕ, επανήλθε στην προηγούμενη επίδοσή της και περύσι το καλοκαίρι, λίγες ημέρες μετά την εμπορική διάθεσή της, αναβάθμισα την γραμμή μου σε VDSL, με εξαιρετική, μέχρι σήμερα απόδοση. Αναγνωρίζω πως είμαι από τους τυχερούς, όμως εδώ δεν τίθεται θέμα ατομικής ικανοποίησης. Υπάρχει τεράστιο, συστημικό θέμα καθώς μεγάλο μέρος των κατοίκων των Αθηνών — ποσώ δε μάλλον της υπόλοιπης επικράτειας — ταλαιπωρούνται ακόμη και σήμερα με θλιβερές ταχύτητες downstream κάτω των 5Mbits και πραγματικό upstream αρκετά κάτω του 1Mbit. Πολλές φορές η ευθύνη για τη θλιβερή αυτή εικόνα της Ελλάδας δεν πέφτει μόνον στους ώμους του ΟΤΕ ή των υπόλοιπων παρόχων. Παρά το γεγονός πως ο επαγγελματισμός, η αξιοπιστία και η ικανότητα των περισσοτέρων οργανισμών είναι εφάμιλλη αυτών μιας τριτοκοσμικής χώρας, σημαντικό μέρος της ευθύνης πέφτει και στους δήμους, τα συνεργεία εργολαβιών και τις κατασκευαστικές εταιρίες που με κακοτεχνίες συμβιβάζουν την ποιότητα των συνδέσεων. Η ύπαρξη VDSL συνδέσεων και η επένδυση του ΟΤΕ είναι σίγουρα ένα βήμα προς την σωστή κατεύθυνση, όμως όταν σε ολόκληρο τον δυτικό και ένα μεγάλο μερος του αναπτυσσόμενου κόσμου είναι βασική στρατηγική απόφαση του δημοσίου να δημιουργηθούν ανταγωνιστικές, βιώσιμες και λειτουργικές εγχώριες αγορές που θα απαρτίζονται από πολλαπλούς παρόχους και κορυφαίας παγκόσμιας κλάσης υποδομές με οικιακές συνδέσεις που θα αγγίζουν το 1Gbps και πληθυσμιακά ποσοστά κάλυψης συχνά άνω του 80%, η μικρή γεωγραφική κάλυψη με συνδέσεις 50Mbps/5Mbps από έναν πάροχο φαίνονται αστείες, ενώ τα μέτρα, οι περιορισμοί και τα πρόστιμα της ΕΕΤΤ στάχτη στα μάτια των καταναλωτών αλλά και των εμπλεκομένων, την ίδια στιγμή που το κράτος, τα κόμματα αλλά και ο ίδιος πρωθυπουργός καταπίανονται με ανέκδοτα τύπου ‘Φρή Γουάη φάη’ και το 2020, ημερομηνία που η ίδια η ΕΕ έχει βάλει στόχο για μίνιμουμ συνδέσεις 30Mbit για όλους και 100Mbit συνδέσεις για τουλάχιστον το 50% των ευρωπαίων (βλ. Digital Agenda for Europe 2020).
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το Υπερίων; Περιθωριακή αλλά όχι ασήμαντη. Σημαντικό μέρος του προβλήματος είναι και η αδράνεια. Το γεγονός πως ελάχιστος κόσμος αναλογίζεται πόσο σημαντική είναι η αξιόπιστη συνδεσιμότητα στις ημέρες μας και πόσο σημαντική θα είναι τα επόμενα χρόνια. Γεγονός που επηρεάζει, ή όχι, το πώς αντιμετωπίζουν την ύπαρξη ή απουσία της υποδομής αυτή όταν αγοράζουν ένα νέο σπίτι σε μια άγνωστη περιοχή, όταν ενοικιάζουν ή όταν επιλέγουν έναν πάροχο. Συχνά η προσοχή αφορά μόνον την ολίγων μηνών μειωμένη τιμή, την ύπαρξη φθηνών τηλεφωνικών κλήσεων και, δυστυχώς, τελευταία, το bundling άλλων υπηρεσιών, όπως η υπηρεσία OTE TV, ή αντίστοιχες των άλλων παρόχων, που αποσπούν — με περισσότερους από έναν τρόπο — από την ουσία ύπαρξης των εταιριών και των υποχρεώσεων αυτών των εταιριών, σε μια εποχή που η ύπαρξη walled gardens, ακόμη και από τους παρόχους τους ίδιους και η αξία του net neutrality αμφισβητείται ολοένα και με μεγαλύτερο θράσσος. Η ύπαρξη εργαλείων όπως το Υπερίων, βοηθά στο να έχουμε μια καλύτερη εικόνα της πραγματικότητας, όχι στο σπίτι μας ή το κτήριο που ζούμε ή τους λίγους φίλους και γνωστούς μας, αλλά γενικότερα. Βοηθά στο να χαρτογραφήσουμε που πραγματικά χρειάζεται η επέμβαση του κράτους και των ρυθμιστικών αρχών, και να αξιολογήσουμε (με συμμετοχή και όχι αδράνεια) αν η αγορά ευρυζωνικότητας λειτουργεί ή όχι και τι μπορούμε και πρέπει να κάνουμε γι’αυτό.