Το 2007 μου μπήκε περίεργα. Πρωτοχρονιά, όπως και χιλιάδες (;) άλλοι εκείνη τη περίοδο, αρρώστησα. Η πρώτη εβδομάδα έφυγε έτσι. Εγώ στο κρεβάτι, με σχετικά ανεκτό πυρετό (βλ. μέγιστο 38.5°C), απίστευτη δυσφορία, μπούκωμα+βράχνιασμα που με έκανε να μιλάω δύομιση οκτάβες κάτω και τρομερούς πονοκεφάλους.
Και μετά; Τρείς ημέρες και κάτι πλήρους ανάρρωσης τις οποίες — ως επι το πλείστον — τις αφιέρωσα σε διάφορα chores και καλύπτωντας το έδαφος που έχασα στη δουλειά. Μέχρι που, προς τα τέλη της προηγούμενης εβδομάδος και ο αδελφός μου κρεββατώθηκε με 40°C πυρετό. Πιστεύωντας πως ‘το είχα περάσει’ και έχωντας την βούληση να τον βοηθήσω (αυτές οι θερμοκρασίες πέραν από επικίνδυνες είναι και ιδιαίτερα καταβλητικές) ήμουν σχεδόν όλη την ημέρα τη Παρασκευή ‘κοντά’ του, όποτε με χρειαζόταν προσκομίζωντας φαγητό, υγρά, φάρμακα κ.ο.κ. Παρασκευή βράδυ άρχισα να νιώθω κι εγώ λίγο περίεργα. Σάββατο απόγευμα σήκωσα πυρετό. Δεν του έδωσα τη πρέπουσα σημασία και κατέληξα ξημερώματα Κυριακής με 39.7°C κι εγώ. Μετά από τις über δόσεις φαρμάκων κατάφερα να το ρίξω σε πιο αποδεκτά επίπεδα παρ’ότι καθώς γράφω τούτο το post, λίγες ώρες μετά από 1gr παρακεταμόλη, έχω ακόμη 38.6ºC.
Το 2007 πρακτικά δεν έχει έρθει για ‘μένα. Δυστυχώς δεν ισχύει το ίδιο και για τις διορίες που πλησιάζουν αμείληκτα…