Εδώ και περίπου 40 ημέρες επανήλθε στο προσκήνιο το ζήτημα των καμερών, των προσωπικών δεδομένων, της παρακολούθησης πολιτών από τις αρχές, τη νομιμότητα χρήσης οπτικοακουστικού περιεχομένου από τις κάμερες ρύθμισης της κυκλφοορίας ως αποδεικτικό στοιχείο κατα ατόμων. Είναι σαφές πως αφ’ενός ο παραγκωνισμός της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, τον υπεύθυνο φορέα λειτουργίας των καμερών κατα τη πορεία της 17ης Νοεμβρίου 2007, αφ’ετέρου η παραίτηση των μελών της Αρχής, μετέτρεψε το θέμα από την άνευ θεσμικής σημασίας επιθυμία της αστυνομίας και δήλωση ενός αναρμόδιου υπαλλήλου του κράτους σε μείζον ζήτημα εσωτερικής πολιτικής. Κι ενώ οι ευθύνες σίγουρα βαραίνουν ως επι το πλείστον τη κυβέρνηση, η στάση της Αρχής θα μπορούσε να ήταν ουσιαστικότερη. Μια καλή, αρκετά πλήρης αν και κάπως φλύαρη σε σημεία, κριτική της στάσης της Αρχής καθώς και παρουσίαση της πρόσφατης τροπολογίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης έχει ετοιμάσει ο e-lawyer εδώ. Αξίζει να τη διαβάσετε.
Το ζήτημα των καμερών μου φαίνεται κάπως τραγελαφικό για διάφορους λόγους: αφ’ενός θεωρώ πως η αστυνομία είναι ήδη γνώστης αρκετών εκ των ατόμων που πραγματικά προκαλούν σημαντικές υλικές ζημιές, όμως πολύ σπάνια καταφεύγει σε συλλήψεις, και όταν αυτό συμβαίνει οι συλλήψεις είναι ελάχιστες. Αφ’ετέρου, σε ό,τι αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ως υφίσταται σήμερα, δηλώνω το εξής: ακόμη και σήμερα μπορεί κανείς να βρεί διάφορα κλιπάκια από ελληνικές κάμερες παρακολούθησης του οδικού δικτύου που απεικονίζουν ατυχήματα ή ‘αστείες’ (τραγικές) παραβάσεις κατα περίπτωση. Σε αρκετές από αυτές τις περιπτώσεις είναι εμφανή κάποια διακριτικά στοιχεία των οχημάτων (π.χ. μοντέλο, χρώμα) όπως και χαρακτηριστικά ανθρώπων και κάποια από αυτά συνοδεύονται από ήχο. Παραδείγματα: [1][2][3][4]. Αν είναι τόσο σημαντική η προστασία των προσωπικών δεδομένων όπως προκύπτουν από τις κάμερες αυτές, πως είναι δυνατόν να βρίσκει ο οποιοσδήποτε περιεχόμενο προερχόμενο από αυτές σε έναν διεθνή, δημόσιο ιστότοπο όπως το YouTube;
Όμως επιστρέφωντας στο προκείμενο: Προ μερικών ημερών, κατα τη διάρκεια ενός ταξιδιού μου στο Λονδίνο, έτυχε να συζητήσω με ένα καλό φίλο το ευρύτερο θέμα της παρακολούθησης πολιτών από τις αρχές, προσπαθώντας να αφουγκραστώ τις εξελίξεις στη χώρα αυτή από την οποία έφυγα προ διετίας μετά από περίπου επτά χρόνια συνεχούς διαμονής σε αυτή. Σήμερα το Λονδίνο έχει τις περισσότερες κάμερες παρακολούθησης ανα τετραγωνικό χιλιόμετρο στην υφήλιο. Το σύστημα Congestion Charge που αποτελείται από χιλίαδες κάμερες και το σχετικό υπολογιστικό σύστημα, από τις αρχές του 2003 καταγράφει όλα τα οχήματα που εισέρχονται στο κεντρικό Λονδίνο και ελέγχει εάν έχουν πληρώσει ‘διόδια’ κατα την είσοδό τους σε αυτό και ‘κόβει κλήσεις’ αναλόγως σε περίπτωση που δεν έχουν μέχρι το τέλος της ημέρας πληρώσει το αντίτιμο — παρ’ότι ιδιαίτερα πετυχημένο μέτρο μείωσης της κυκλοφορίας, οι προεκτάσεις παράβασης της ιδιωτικότητας των οδηγών είναι σαφώς απαράδεκτες. Ή μάλλον θα ήταν εαν στη Βρετανία δεν υπήρχαν οι θεσμικές διαστάσεις που θα της επέτρεπαν να καταστεί η πρώτη χώρα στον κόσμο όπου όλες οι κινήσεις, όλων των αυτοκινήτων, σε ολόκληρη την επικράτεια παρακολουθούνται από τις αρχές. Φυσικά οι προβλέψεις του Independent δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που ο κινηματογράφος, ο τύπος και οι φήμες αφήνουν να εννοηθεί — καθολική παρακολούθηση. Όμως το υπάρχον δίκτυο στη Βρετανία είναι ήδη ιδιαίτερα εκτεταμένο. Επιπλέον, τα θεσμικά θεμέλια ενός υπερ-δικτύου παρακολούθησης οχημάτων και πολιτών, η επιθυμία από κάποιες αρχές, και η τεχνολογία είναι ήδη διαθέσιμες. Σύμφωνα με το σχετικό άρθρο του The Register από τον Οκτώβριο του 2007, το σχέδιο είναι καθ’οδόν, έστω και αν σε πρώιμο στάδιο.
Παρ’ότι πρωτοπόρος, η Βρετανία δεν είναι μοναδική στον δυτικό κόσμο σε ό,τι αφορά τον αριθμό και παρουσία συστημάτων ‘μαζικής’ παρακολούθησης του πληθυσμού. O Γάλλος Πρόεδρος, Νικολά Σαρκοζύ, από την εποχή ακόμη που ήταν Υπουργός Εσωτερικών είχε καταθέσει νομοσχέδιο που θα επέτρεπε τη χρήση βιντεοσκόπησης και χρήσης του υλικού αυτού σε δημόσιους χώρους, αεροδρόμια και λιμάνια. Στις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα μεγαλουπόλεις όπως η Νεα Υόρκη η χρήση καμερών είναι σχεδόν όσο διαδεδομένη όσο στο Λονδίνο. Επιπλέον οι διεθνείς τηλεπικοινωνίες εδώ και αρκετές δεκαετίες αποτελούν μαζικά παρακολουθούμενο μέσο από τις αρχές της χώρας αυτής. Πρόσφατα αποκαλύφθηκε πως ακόμη και οι εγχώριες επικοινωνίες παρακολουθούνται παρανόμως από την Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας της χώρας (NSA) με τη συγκατάθεση τηλεπικοινωνιακών φορέων: παρ’ότι η σχετική μήνυση του EFF αφορά κυρίως την AT&T, πιστεύεται πως και άλλοι φορείς συνεργάζονται με τις αρχές, παρ’ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία επι αυτού.
Η αντίδραση (ή απόδοχή) του κόσμου σε κάθε χώρα προφανώς διαφέρει, όπως και η ταχύτητα διάβρωσης των δικαιωμάτων τους. Για παράδειγμα, η χρήση καμερών στα γήπεδα της Βρετανίας είναι καταλυτική στην μείωση του χουλιγκανισμού, ενός προβλήματος που μαστίζει τη χώρα για δεκαετίες, έγινε σταδιακά και αρχικά περιορισμένα και έφερε αποτελέσματα. Επιπλέον, η αστυνομία στη χώρα αυτή, κατα κανόνα (υπάρχουν και οι τραγικές εξαιρέσεις) είναι απείρως καλύτερη, αποδοτικότερη, πιο πολιτισμένη από αυτή στη χώρα μας. Με άλλα λόγια, οι Βρετανοί δε βρέθηκαν προ μιας άμεσης αλλαγής του καθεστώτος, του θεσμικού πλαισίου και άμεσης διάβρωσης των δικαιωμάτων τους. Αυτή έγινε αργά, σταδιακά και λιγότερο διεισδυτικά στις ζωές τους.
Στη χώρα αυτή, η χρήση των καμερών σε δημόσιους χώρους δεν προτάθηκε με τόσο αβάσιμα επιχειρήματα, δεν ακολούθησε την απαξίωση της αρχής προστασίας προσωπικών δεδομένων της χώρας, δεν αποτέλεσε τόσο επίμαχο στοιχείο μιας προσφάτως εκλεγμένης κυβέρνησης. Δεν έτυχε κατάχρησης των αστυνομικών αρχών, οι οποίες ουδέποτε, παρά τις ελάχιστες γνωστές περιπτώσεις υπερβάλοντα ζήλου, δεν θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν από ανικανότητα, τάση προς φαινόμενα ‘ζαρτινιέρας’ και ωμή βία. Όχι επειδή οι αστυνομικοί τους δεν είναι ρατσιστές ή βίαιοι (σίγουρα θα υπάρχουν αρκετοί με αυτά τα χαρακτηριστικά), αλλά επειδή το σύστημα εκπαίδευσης και ελέγχου τους είναι με βεβαιότητα καλύτερο του δικού μας. Αντίθετα, η χρήση των συστημάτων αυτών είχε, έστω και απείρως μικρότερης σημασίας σε σχέση με τη καταπάτηση των δικαιωμάτων που επιφέρουν, αποτελέσματα στην καταπολέμηση του εγκλήματος.
Φυσικά τα παραπάνω σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν επαρκείς λόγους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την καταπάτηση των δικαιωμάτων της ιδιωτικότητας, του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών κ.ο.κ. Όμως εξηγούν κατα πολύ πως ένας λαός, ή έστω μέρος αυτού, μπορεί να ανεχθεί τη διάβρωση κάποιων δικαιωμάτων του χάρην ουσιαστικής εξασφάλισης της ασφάλειας του, έστω κι αν δεν είναι απόλυτα πεπεισμένος για την απολύτως ορθή λειτουργία των αρχών. Στην περίπτωση της Ελλάδος τόσο η κυβέρνηση όσο και οι αρχές δεν έχουν επιδείξει ούτε στο ελάχιστο πως έχουν την αξία, ακεραιότητα και ικανότητα να χειρισθούν τέτοια δεδομένα. Αντιθέτως. Αμφιβάλλω εαν, ακόμη και οι πλέον ευκολόπιστοι πολίτες αυτής της χώρας δύναται να πεισθούν από τον τραγικό πολιτικό χειρισμό της κυβέρνησης, τη στάση της αστυνομίας, τα μέχρι στιγμής δείγματα γραφής τους.
Όμως αυτό που με τρομάζει περισσότερο, είναι πως τόσο στη Βρετανία όσο και τη Γαλλία, παρά τις αντιδράσεις αρκετών μη κυβερνητικών οργανώσεων, μέρος του Τύπου, του κόσμου αλλά και πολιτικών οργανώσεων, παρατηρείται ένα φαινόμενο που βλέπουμε στις περισσότερες ‘δημοκρατίες’ της δύσης, αλλά με βεβαιότητα και στη χώρα μας: ανεξαρτήτως της βούλησης των πολιτών, του εκάστοτε κοινοβουλίου, των ανεξάρτητων αρχών, ζούμε σε ένα θεσμικό πλαίσιο όπου οι κυβερνήσεις ‘αποφασίζουν και διατάζουν’, προφασιζόμενοι την ασφάλεια του κράτους, εκμεταλλευόμενοι σάπια πολιτικά συστήματα που τους παρέχουν αδιαφανεις πλατφόρμες αποφάσεων και διοίκησης και την — συνήθη — αδιαφορία του ευρύ κοινού που γρήγορα ξεχνά και εύκολα αποδέχεται τις όποιες αλλαγές στη ζωή του αυτοί επιφέρουν.