Πάνε σχεδόν δύο χρόνια από τη 1η Μαΐου 2004 όταν επίσημα η Ευρωπαϊκή Ένωση διευρύνθηκε σε 25 μέλη. Πολλοί από τους φόβους συντηρητικών Ευρωπαίων πολιτικών αλλά και πολιτών πως η αγορά, η κοινότητες και οι χώρες τους θα κατακλησθούν από μετανάστες εξ ανατολής που θα τους πάρουν τις δουλειές και θα αλλοιώσουν τον χαρακτήρα και τις παραδόσεις τους απεδείχθησαν άκυρες. Τότε είχα γράψει με σχετική αισιοδοξία, σήμερα δεν είμαι τόσο σίγουρος.
Δύο χρόνια μετά τη διεύρυνση και έναν μόλις χρόνο πριν τη περαιτέρω μίνι-διεύρυνση σε Βουλγαρία και Ρουμανία, η Ευρώπη βρίσκεται στη πιο επικίνδυνη ίσως στιγμή της, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά. Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, απερριφθέν από τους Γάλλους και τους Ολλανδούς καθώς και ο συμβολισμός της απόρριψης του από τη Γαλλία, την ‘ψυχή’ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδρυτικό μέλος, άφησε ένα θεσμικό και διαχειριστικό κενό το οποίο σήμερα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Ναι, οι Βρυξέλλες απέκτησαν περισσότερους Ευρωπαίους υπαλλήλους της ΕΕ. Σίγουρα ο δικτυακός τόπος της ΕΕ, europa, απέκτησε 6-7 νέες γλώσσες. Μερικές εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου μετανάστευσαν στην Ευρωπαϊκή επικράτεια, και αρκετές επιχειρήσεις επεκτάθηκαν στις 10 νέες χώρες. Όμως πολιτικά πολλές από τις νέες χώρες με πρώτη και καλύτερη την Πολωνία, παραμένουν σκεπτικές και αρκετά αντιδραστικές στην διάθεση πολλών μελών για περαιτέρω σύγκλιση. Οικονομικά η Ευρώπη παραμένει πολύ μακριά από τα επίπεδα ανάπτυξης της ‘Λισσαβώνας’. Θεσμικά βρίσκεται καθημερινά αντιμέτωπη σε αδιέξοδα καθώς το πλαίσιο είναι ανεπαρκές για τους 25. Παράλληλα σπανίως ακούμε ή διαβάζουμε δημόσιες συζητήσεις επι αυτού. Μόνον όταν γίνει κάποια συνάντηση κορυφής, κάποιος Ευρωπαίος Επίτροπος ή πικραμένος και ιδεαλιστής, ξεχασμένος πρώην πρόεδρος αναφερθεί στο ζήτημα ξάφνου όλοι ασχολούνται. Κι όμως ο χρόνος τρέχει.
Πολλοί φιλοευρωπαϊστές ταυτίζουν τη διεύρυνση με επικίνδυνο αλλά πολιτικά-ορθό χαρτί των Βρετανών ώστε να αντισταθούν στην τάση της πολιτικής σύγκλισης που προτείνει ο Γάλλο-γερμανικός πολιτικός άξονας. Άλλοι τη θεωρούν τη de facto ηθική και πολιτική υποχρέωση της Ευρώπης. Και άλλοι, κυρίως συντηρητικοί ηπειρωτικοί Ευρωπαίοι, την απαιχθάνονται ως ασύστολη σπατάλη πόρων και απειλή για τη εύρρυθμη λειτουργία της Ένωσης. Γενικότερα ο κόσμος αδιαφορεί.
Πάντα ήθελα να πιστεύω πως η διεύρυνση, τόσο στις χώρες της ανατολικής ευρώπης, όσο και σε άλλες, όπως π.χ. τη Τουρκία, ήταν λογικές και φρόνιμες αποφάσεις μακροπρόθεσμα. Και το πιστεύω ακόμη. Δίχως γνώση των λεπτομερειών θεωρούσα πως ο χρονισμός και ο τρόπος της διεύρυνσης ήταν μελετημένος και έγκυρος. Κι όμως, δύο χρόνια μετά, είμαι σαφώς πεπεισμένος πως η διεύρυνση του 2004 ήταν κακώς σχεδιασμένη και σίγουρα κακώς υλοποιημένη. Η αδυναμία θέσπισης ενός πλαισίου καλής λειτουργίας με τις χώρες αυτές, όπως και με τις επόμενες, (Βουλγαρία, Ρουμανία, Κροατία, Φύρομ, Τουρκία και πιθανόν αργότερα Αλβανία και Βοσνία/Ερζεγοβίνη και Σερβία/Μοντενέγρο) πιστεύω πως θα προκαλέσει πολλά περισσότερα προβλήματα απ’όσα θα λύσει αν δεν υπάρξει μια σταδιακή και προσεκτικά μελετημένη διαδικασία διεύρυνσης. Δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στα ευκόλως εννούμενα που ακούμε συνήθως σχετικά με τη Τουρκία. Οι περισσότερες από τις χώρες στις οποίες αναφερόμαστε απέχουν παρα πολύ από την Ευρωπαϊκή νοοτροπία καθώς και το επίπεδο ζωής.
Συγκεκριμένα, με τρομάζει η πιθανότητα ναυάγησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αποτυχία του Συντάγματος πέρυσι ήταν ενα σοβαρότατο πλήγμα το οποίο φαντάζομαι πιθανόν να φαντάζει ανεπαίσθητο μπροστά στα θεμελιώδη προβλήματα που η ανεξέλεγκτη και αλόγιστη διεύρυνση μπορεί να επιφέρει στο μέλλον. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από μια γαλλική τηλεοπτική συζήτηση του 1979 που μου έδωσε ένας φίλος. Σε αυτή ο Ζακ Σιράκ, σήμερα πρόεδρος της Γαλλίας, αναφέρει πως ‘παρ’ολο που πιστεύω πως όσοι περισσότεροι τόσο καλύτερα, αυτό έχει και όρια’ και πως η θέση του σχετικά με την ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας είναι αρνητική. Ο συνομιλήτής του, και πολιτικός του αντίπαλος, του θυμίζει την περίπτωση της Ελλάδος για την οποία ο Σιράκ αναφέρει πως ‘η Ελλάδα είναι διαφορετικό πρόβλημα [από την Ισπανία και τη Πορτογαλία], δεν έχω ιδιαίτερο λόγο να μη θέλω την ένταξη της’.
Η συζήτηση μου προξένησε ενδιαφέρον γιατί αναρωτήθηκα αν κάνω κι εγώ τόσο παρόμοιες (και τόσο αβάσιμες) σκέψεις όσο ο Σιράκ το ’79. Τυπικά έχω πολλά κοινά με τον Σιράκ στον συγκεκριμένο διαλογισμό: Είμαστε πολίτες μιας σχετικά εύπορης ΕΕ που τείνει να διευρυνθεί και να εντάξει πολύ φτωχότερες χώρες. Η ένταξη των νέων χωρών (ιδιαίτερα της Τουρκίας) ενδέχεται να επηρεάσει αρκετά τη λειτουργία της ΕΕ καθώς πληθυσμιακά είναι αρκετά σημαντική. Το κόστος υποστήριξης αυτών των χωρών θα είναι ιδιαίτερα υψηλό και απαιτητικό από τους Ευρωπαίους πολίτες για αρκετές δεκαετίες.
Όμως τίποτα απ’όλα αυτά δε με ανησυχεί ιδιαίτερα όσο το θεσμικό ζήτημα. Δε με ενοχλούν οι πόροι. Δε με ενοχλεί η μεταφορά πληθυσμού ούτε η πολιτισμική επιρροή. Δεν επιθυμώ όμως την διεύρυνση για την διατήρηση του ‘φαίνεσθε’, λόγω πίεσης από τις ΗΠΑ ή τρίτες χώρες ή λόγω θεωρητικής φλυαρίας. Ούτε πιστεύω πως η ΕΕ έχει απαραίτητα ηθική υποχρέωση να διευρύνεται τόσο τακτικά και αλόγιστα, πόσο μάλλον όταν μια διεύρυνση επηρεάζει σε κρίσιμο βαθμό την λειτουργία της.
Μήπως η βιαστική, αν μου επιτρέπεται, διεύρυνση σε τόσες χώρες επηρεάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε βαθμό που αδυνατεί να δεχθεί την νέα της ταυτότητα και συνάμα να προσαρμοσθεί στη πραγματικότητα; Γιατί ίσως μεταξύ αυτών που αρνούνται να κοιτάξουν τη πραγματικότητα στα μάτια και φλυαρούν περι ηθικής υποχρέωσης και φυσικής ‘ένωσης’ της ηπείρου, των αντιευρωπαϊστών που επιθυμούν να σαμποτάρουν την επιτυχία της Ένωσης εφαρμόζωντας επιτυχώς το ‘διαίρει και βασίλευε’ μέσω συχνών διευρύνσεων, των ΗΠΑ που θέλουν (και τείνουν) να ορίζουν τι εστί και πως εστί σημαντικό μέρος της ΕΕ, και του υπόλοιπου κόσμου που αδιαφορεί, βρίσκεται η πραγματικότητα.
Η δική μου, σε καμία περίπτωση ειδική ή απαραίτητα έγκυρη, άποψη είναι πως η όποια διεύρυνση θα έπρεπε να είναι σταδιακή, όχι ως προς τις ομάδες χωρών (καθώς αυτό συμβαίνει και σήμερα) αλλά ως προς κάθε χώρα ξεχωριστά. Δηλαδή, πριν ενταχθεί η χώρα Χ στην ΕΕ πρέπει να έχει προηγηθεί μια πολυετής διαδικασία ένταξης σαφώς ουσιαστικότερη από αυτή που υπάρχει σήμερα ώστε να ‘προσεγγίσει’ η χώρα αυτή την ΕΕ χωρίς καθώς παράλληλα να μην μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά τη λειτουργία της ως μέλος. Θα μπορούσε επι παραδείγματι να έχει θέση παρατηρητή σε πολλά από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, να καρπώνεται κάποια οικονομικά οφέλη για αναβάθμιση της ζωής, των υποδομών, των υπηρεσιών της, να ενημερώνεται σχετικά με ακαδημαϊκά, εμπορικά, ερευνητικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα κ.ο.κ. Όμως πρωτίστως, ήταν και είναι απαραίτητο να έχουν λυθεί τα θεμελιώδη ζητήματα θεσμικού ελέγχου και λειτουργίας της Ένωσης πριν την όποια διεύρυνση.
Δυστυχώς, με κριτήριο την διεύρυνση του 2004, δεν είμαι σίγουρος εαν η ανησυχία και η αμφιβολία σχετικά με την φρονιμότητα της απόφασης της διεύρυνσης είναι παράλογες, μοιάζουν έστω και στο ελάχιστο στον συντηρητισμό του Σιράκ του ’79, ή υποσκάπτουν ένα αρνητικό συναίσθημα σχετικά με τη διεύρυνση εν γένει. Είναι ίσως η (αφελής) έκφραση μιας ανησυχίας ενός φιλοευρωπαϊστή που διακρίνει τα στραβά κι ανάποδα της ΕΕ στο κρίσιμο αυτό θέμα.