Λίγο πριν την iΜέρα

Βρισκόμαστε μερικές ημέρες προ της επίσημης πρώτης του iPhone, ίσως του πιο εντυπωσιακού και με βεβαιότητα πιο hyped gadget που έχει κάνει την εμφάνιση του τα τελευταία 10-15 χρόνια. Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να περιγράψω τις δικές μου αναμνήσεις από τη πορεία της Apple και να τις συνδέσω με την νέα αυτή συσκευή καθώς ταυτόχρονα να παραθέσω κάποια σχόλια επ’αυτής.
Όσο και να προσπαθώ δε μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου τις συγκρίσεις του iPhone με το iPod, τον προηγούμενο ‘αστέρα’ της φρουτοεταιρίας. Η Αpple από το 1997 μέχρι περίπου το 2003 υπο την ηγεσία του Steve Jobs είχε υιοθετήσει ένα μετριασμένο, σαφώς χαμηλότερων τόνων πρόσωπο: οι κατα τόπους υπερβολές ήταν πάντα εκεί — πως θα μπορούσαν να λείπουν άλλωστε — τα ιδιαίτερα ελκυστικά προϊόντα που ξεχώριζαν (τόσο αυτά καθεαυτά όσο και τον κάτοχό τους) από τις ‘μάζες’ ακολουθούσαν το ένα το άλλο, η εταιρία σιγά σιγά αποκτούσε την παλιά της αυτοπεποίθηση.

Το iPod

Τον Οκτώβριο του 2001, λίγο μετά από την ανακοίνωση του Μac OS X 10.1, της πρώτης — κυρίως διορθωτικής — έκδοσης του Mac OS X και με την Apple κυρίως γνωστή στο ευρύ κοινό για το iMac και ολοένα και περισσότερο για το — τότε ιδιαίτερα πρωτοποριακό και απίστευτα εντυπωσιακό — Titanium Powerbook, ανακοινώθηκε το iPod, μια νέα συσκευή που — επιτέλους — θα έκανε για τα mp3, το ‘φαινόμενο’ που άλλαξε την μουσική βιομηχανία για πάντα, ότι έκανε το Walkman για την κασσέτα είκοσι χρόνια πριν. Το iPod ήταν εξέχουσας σημασίας προϊόν, τόσο κοινωνικά (με αυτό μεγάλωνει μια ολόκληρη γενιά νέων που πλέον θεωρεί αυτονόητο το να κουβαλά ολόκληρη τη μουσική της συλλογή στη τσέπη) όσο εμπορικά και οικονομικά — μέσα σε λιγότερο από πέντε χρόνια το iPod ξεπέρασε τον Macintosh ως το βασικό κερδοφόρο (και ίσως στρατηγικό) προϊόν της Apple και της απέδωσε, σε συνδυασμό με το iTunes Store, μια εξέχουσα θέση στη μουσική βιομηχανία.
Όμως το iPod, παρά την αναμφισβήτητη επιτυχία που είχε, δεν ήταν προϊόν μακράς σκέψης, βαθιάς ανάλυσης της αγοράς, αποτέλεσμα μιας στιγμής ιδιοφυϊούς σκέψης. Το iPod ήταν ένα φθηνό εμπορικό πείραμα, ένα στοίχημα που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε μέσα σε λιγότερο από εννέα μήνες, που βασίστηκε εν πολλοίς σε έτοιμα μέρη και όχι σε πρωτότυπο ηλεκτρονικό σχεδιασμό από πλευράς της Apple και που σκοπό είχε την τόνωση του Mac λειτουργώντας ως δούρειος ίππος. Το ότι κυκλοφόρησε τέλη του 2001 ήταν ιδιαίτερα σημαντικό καθώς με τη κυκλοφορία του αποτελούσε αδιαμφισβήτητα την μοναδική λύση στην αγορά που συνδύαζε φορητότητα, σημαντική χωρητικότητα, στύλ και αρκετά καλή υποστήριξη/εργονομία από πλευράς λογισμικού.
Το iPod όταν πρωτοκυκλοφόρησε — παρ’ότι μου άρεσε — δε θα έλεγα πως με συγκίνησε ή εντυπωσίασε. Ίσως ήταν το ότι μπορούσα να διακρίνω την ουσία πίσω από το cheesy διαφημιστικό υλικό της Apple, ίσως το ότι — στη τελική — ήταν ένας ομορφοντυμένος μικρός σκληρός δίσκος, όπως και να έχει μου πήρε πάνω από ένα χρόνο και μια γενιά με αρκετές αλλαγές και βελτιώσεις μέχρις ότου αποφάσισα πως ένας μικρός Firewire σκληρός δίσκος των 20GB που θα ντούμπλαρε ως φορητή συσκευή αναπαραγωγής mp3 θα ήταν μια καλή αγορά. (Το πρώτο μου iPod — όπως και άνω του 70% των συσκευών αυτής της γενιάς — έπασχε και αντικαταστάθηκε δωρεάν από την Apple από μια συσκευή που δούλεψε άψογα για τρία χρόνια μέχρις ότου την έριξα σε ένα χαντάκι με λασπόνερα στην άκρη του δρόμου το καλοκαίρι του 2005.)
Οι αλλαγές που επέφερε το iPod στην Apple ήταν εξίσου σταδιακές, όμως βαθύτατες και επαναστατικές. Το 2003, δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του iPod, η Apple χωρίστηκε στα δύο με τη δημιουργία του iPod Division. Τέτοια ήταν η δυναμική του νέου προϊόντος που επέβαλλε μια τόσο ριζική αλλαγή. Ο Jon Rubinstein, μέχρι τότε αρχιτέκτονας του υλικού μέρους των θρυλικών NeXT αλλά και πλειάδας Macintosh — μερικά εκ των οποίων αρκετά πρωτοποριακά — εγκατέλειψε τη πλατφόρμα και ανέλαβε τον σχεδιασμό των νέων iPod. Τέτοια ήταν η σημασία του προϊόντος για την Apple που ‘θυσίασε’ τον σημαντικότερο σχεδιαστή υλικού της για το μικρό λευκό gadget.

Οραματιζόμενος το μέλλον

Tην εποχή εκείνη, όντας κάτοχος τόσο ενός iPod όσο και ενός iPAQ πραγματικά αναρωτιόμουν γιατί δεν έχει εμφανιστεί ακόμη μια συσκευή που να συνδυάζει την μεγάλη, φωτεινή touchscreen ενός iPAQ, έναν σκληρό 1.8″ όπως αυτόν του iPod και — ίσως — έναν πομποδέκτη GSM για λειτουργικότητα τηλεφώνου. Είχα γράψει τότε πολλάκις για το θέμα στο blog μου, περιγράφωντας σε τεχνικό επίπεδο κάποιους σχεδιαστικούς συμβιβασμούς που θα έπρεπε να γίνουν — σε πολλά σημεία η τεχνολογία τόσο των μπαταριών όσο και των πομποδεκτών το 2003 υστερούσε σημαντικά και αύξανε ιδιαίτερα το μέγεθος μιας τέτοιας συσκευής. Κι ενώ το iPAQ ήταν πολύ καλό στην αναπαραγωγή video (παρ’όλο την χαμηλή σχετικά QVGA ανάλυση του, είχε 2 expansion slots για SD και CF και αρκετά γρήγορο επεξεργαστή ώστε να μπορεί να αποκωδικοποιήσει με ευκολία XviD/DivX αρχεία) τα Windows Mobile 2003 ήταν πενιχρά (και πως θα μπορούσαν να μην είναι άλλωστε) και η έλλειψη μνήμης καθιστούσαν τη χρήση της συσκευής για ο,τιδήποτε πέραν των βασικών λειτουργιών προβληματική. Από την άλλη το iPod με το ιδιαίτερα εύχρηστο περιβάλλον χρήσης του και τη τεράστια — εν συγκρίσει — χωρητικότητα, ήταν μια καλή λύση για μουσική, όμως ήταν ένα ακόμη gadget στη τσέπη με ό,τι συνεπάγεται αυτό (“όχι δεν χαίρομαι *τόσο* που σε βλέπω· είναι τα gadgets μου”). Ταυτόχρονα έφερνε στο μυαλό αναμνήσεις του Newton, του πρωτοποριακού PDA της Apple που τόσο άδικα αγνοήθηκε από την αγορά και καταργήθηκε το 1998. Καθώς μουσική ακούω σχεδόν πάντα, και με τη προσθήκη βασικής λειτουργικότητας PDA στο iPod (σύνδεσμοι, ημερολόγιο, ρολόι/ξυπνητήρι) γρήγορα το iPAQ μπήκε στο ντουλάπι και απέκτησε μια πολύ συγκεκριμένη χρήση: αυτή του video player στις (κατα κύριο λόγο short-haul) πτήσεις όπου η παρακολούθηση της τηλεόρασης συνεπάγεται στραβολαίμιασμα και αυτή του navigation device στο αυτοκίνητο, το ποδήλατο ή ως πεζός όταν αυτό ήταν απαραίτητο. Η μετριότητα των Windows Mobile, η πολύ συγκεκριμένη χρήση του iPod και ο θρύλος του Newton άφηναν πολλά στη φαντασία και η δυσκολία χρήσης του iPAQ με τον Μac (αν και στα Windows δεν είναι καλύτερη η κατάσταση — καταραμένο ActiveSync) το έκαναν ολοένα και λιγότερο ελκυστικο.
Και τότε, στο συνέδριο D: All Things Digital στις αρχές Ιουνίου του 2004 έσκασε η βόμβα δια στόματος του καλύτερου-πωλητή-μεταχειρισμένων-αυτοκινήτων του κόσμου, Steve Jobs: “We had a PDA but did not ship it”. Γιατί, μα γιατί; Μήπως ήταν μια ακόμη μπλόφα του Jobs ή μήπως μας ανέλυε, για μια ακόμη φορά — με την μοναδική αυτοπεποίθηση που τον χαρακτηρίζει — μια ‘ιδιαίτερα περιορισμένης χρονικής διάρκειας’ ιδεολογία του που θα διέψευδε ο ίδιος λίγο αργότερα με κάποιο επαναστατικό προϊόν; Το δεύτερο, ελπίζαμε όλοι όσοι περιμέναμε αγωνιωδώς το υπέρτατο gadget-τηλέφωνο-ipod. Κι όμως δεν έμελλε να συμβεί για τα επόμενα δύομιση χρόνια. Η δήλωση του Jobs αποτελούσε τουλάχιστον ένδειξη πως κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε άμεσα, παρά τις φήμες, παρά τα άρθρα και τα blog posts. Η αγορά των PDA σταδιακά εξαφανίστηκε, η Palm σχεδόν έκλεισε, τα Windows Mobile (και η αφόρητη μετριότητά τους) έγιναν κοινός τόπος και βασικός ανταγωνιστής των συσκευών Symbian και των ελάχιστων συσκευών Linux σε πλήθος ‘smartphones’ κακοφτιαγμένων αισθητικά απαράδεκτων και λειτουργικά απεχθών συσκευών.


Και έτσι φτάνουμε στα τέλη του 2006 με ολοένα περισσότερες φήμες σχετικά με το επερχόμενο ‘iPhone’, χωρίς όμως να υπάρχει ουδεμία ένδειξη σχετικά με το τι είναι, πως είναι, τι θα κάνει αυτή η συσκευή. Η παρουσίαση του iPhone — μια παρουσίαση που κατέλαβε ολόκληρο το Macworld San Fransico 2007 παραμερίζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία του τον Mac ως θέμα συζήτησης και παρουσίασης — σηματοδοτούσε μια ακόμη μεταλλαγή της Apple, την είσοδό της στην αγορά των τηλεπικοινωνιών.

Το iPhone

Το iPhone δεν ήταν σαν το iPod. Δε θα μπορούσε να είναι. Εκεί που το iPod αποτελούσε πρωτοποριακή συσκευή σε μια εντελώς νέα αγορά, το iPhone ερχόταν να αντιμετωπίσει μια ώριμη αγορά, με πλήθος συσκευών, υπηρεσιών, λειτουργιών. Το τι θα προσέφερε η συσκευή — εν συγκρίσει με τους ανταγωνιστές της — ήταν όσο βασικής σημασίας όσο το πως θα το προσέφερε.
Εκ πρώτης όψεως, και σύμφωνα με τα λεγόμενα του Steve το iPhone αποτελεί την πραγματοποίηση του οράματος μιας υπερ-συσκευής που συνδυάζει αναπαραγωγή οπτικοακουστικού υλικού, τηλεφώνου και υπολογιστή παλάμης. Δεν είναι όμως κάτι τέτοιο: Ως τηλέφωνο δε προσφέρει παρα τις βασικές λειτουργίες που συναντούμε σχεδόν σε όλες τις συσκευές σήμερα — με εξαίρεση ίσως τη πρωτοφανή, όμως όχι ιδιαίτερα καινοτόμο, παρουσίαση του Visual Voicemail (σε κάνει να αναρωτιέσαι γιατί δεν είχε γίνει νωριτερα;). Ως συσκευή αναπαραγωγής οπτικοακουστικού υλικού είναι — αμφιλεγομένως — αρκετά εντυπωσιακό, όμως με σχετικά περιορισμένη (ιδιαίτερα για video) και μη επεκτάσιμη χωρητικότητα. Ως φορητός υπολογιστής απογοητεύει, στερημένο πάσης δυνατότητας προγραμματισμού από τρίτους και αβέβαιης ποιότητας ικανότητας εισόδου δεδομένων μέσω του εικονικού πληκτρολογίου. Τα προβλήματα του iPhone όμως δε σταματούν εκεί. Όπως και με το iPod, η μη αφαιρούμενη μπαταρία, η οποία δεδομένου του εκτιμώμενου ρυθμού φόρτισης (μια φορά κάθε 24ώρες με χρήση των λειτουργιών WiFi/EDGE, browsing, τηλεφώνου κλπ) και της διάρκειας ζωής της (300-400 κύκλους), σε 12-18 μήνες θα χρειάζεται αντικατάσταση. Κάτι τέτοιο σίγουρα θα ενοχλήσει αρκετούς πιθανούς χρήστες, ιδιαίτερα όσους σκοπεύουν να κάνουν βαριά χρήση της συσκευής και θα ήθελαν να είχαν πολλαπλές μπαταρίες μαζί τους στα ταξίδια τους κ.ο.κ. Έπειτα η υποχρεωτική σύμβαση με την AT&T, για δύο έτη και η υποστήριξη μόνον του παλαιότερου δικτύου EDGE που δίνει ταχύτητες κοντά σε αυτές του dial-up. Η διαθεσιμότητα — και οι λεπτομέρειες που αφορούν σε αυτή — στην Ευρώπη και την Ασία είναι επίσης θέματα άξια απορίας: η Ευρώπη, με μια σαφώς πιο εξελιγμένη — τόσο τεχνολογικά όσο και οικονομικά — αγορά τηλεπικοινωνιών ενδέχεται να μην είναι τόσο εύκολη αγορά για την Apple όσο οι ΗΠΑ. Ένα από τα σενάρια που ακούγωνται είναι αυτό της διάθεσης του iPhone μέσω καναλίων retail και όχι μέσω κάποιων Telco. Αν και μάλλον απίθανο, κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε ιδιαίτερα προβλήματα για την εταιρία, δεδομένου του μοντέλου πώλησης και διάθεσης που επιθυμεί — και έχει επιτύχει στις ΗΠΑ με την AT&T. Μια άλλη εκδοχη, η πιο πιθανή, είναι αυτή των πολλαπλών συμβάσεων με διαφορετικές εταιρίες κινητής τηλεφωνίας, π.χ. την Orange στη Γαλλία, την Vodafone στη Βρετανία κλπ. Αυτό ίσως αποτελέσει πρόβλημα τόσο επειδή πολλές από αυτές τις εταιρίες είναι πολυεθνικές και έτσι ενδέχεται η Apple να βρεθεί συμβεβλημένη με πάνω από έναν ανταγωνιστή σε διαφορετικές Ευρωπαϊκές χώρες όσο και επειδή ίσως αποτρέψει τη διάθεση του iPhone σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες όπου η Apple δε καταφέρει να καταλήξει σε κάποιον αμοιβαίως αποδεκτό συμβιβασμό. Ίσως δηλαδή να μη δούμε το iPhone σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες στην αρχή τουλάχιστον.
Το iPhone αποτελεί τη πρώτη συσκευή που εκμεταλλεύεται τη τεχνολογία multi-touch. Κι ενώ οι cheerleaders της Apple θα βροντοφωνάξουν το πόσο χρήσιμο και καλό είναι το multi-touch, η αλήθεια είναι πως τεχνολογία multi-touch στο iPhone δε φαίνεται να χρησιμοποιείται σε πολύ μεγάλο βαθμό, με εξαίρεση το ‘pinching’ των εικόνων/ιστοσελίδων: όλα όσα έχουμε δεί δεν προϋποθέτουν τεχνολογία multi-touch αλλά ‘συμβατική’ τεχνολογία touchscreen. Δυστυχώς δεν έχω δει πολύ κόσμο να σχολιάζει αυτή τη ‘λεπτομέρεια’. Φαντάζομαι τα glossy gradients και το Core Animation του interface είναι εξίσου υπνωτιστικά με τον Steve 🙂
Περαν όμως της κριτικής και των προβλημάτων του, το iPhone αποτελεί ίσως το πιο εντυπωσιακό gadget που έχει παρουσιασθεί εδώ και πολλά χρόνια και με βεβαιότητα το πλέον (over)hyped. Η πρώτη του γενιά είναι χαρακτηριστική των προϊόντων της Apple και περιορίζεται στο να δώσει μια σχετική εικόνα του τι είναι δυνατόν πέραν του κατεστημένου, να εξάψει τη φαντασία σχετικά με το μέλλον και να τονώσει τον ανταγωνισμό. Τεχνολογικά δε πιστεύω πως το iPhone αποτελεί ιδιαίτερα καινοτόμο συσκευή· η καινοτομία αφορά κυρίως τη διεπαφή ανθρώπου-μηχανής, το αισθητικά όμορφο σχεδιασμό, την ευχρηστία. Οι καθαρά τεχνικές δυνατότητες του τηλεφώνου σίγουρα υπολείπωνται άλλων — όπως του Nokia N95 επι παραδείγματι — και σε πολλές περιπτώσεις είναι αρκετά χαμηλότερες αυτού που θα αποκαλούσαμε ‘state of the art’. Όμως ο βιομηχανικός σχεδιασμός και η απαράμιλλη σχεδίαση του λογισμικού είναι με βεβαιότητα αρκετά σημαντικά χαρακτηριστικά ώστε να αποφέρουν στην Apple αρκετή ορμή ώστε να εισέλθει δυναμικά στην αγορά των κινητών τηλεφώνων. Κι ενω στη περίπτωση του iPod η Apple μάλλον δεν είχε πρόβλημα καθότι — πρακτικά — δημιουργούσε την αγορά, στη περίπτωση του iPhone τα πράγματα θα είναι μάλλον δυσκολότερα. Δεδομένης της κλίμακος της αγοράς και της ωριμότητας της, πιστεύω πως θα είναι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε πως οι ανταγωνιστές της, κολοσσοί της βιομηχανίας όπως η Nokia, η Sony Ericsson, η RIM αλλά και η Microsoft θα απαντήσουν στη πρόκληση της Apple αλλά και πως θα αποδώσει η εν λόγω συσκευή τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη.
Έστω και το — φαινομενικά μικρό — 1% της αγοράς που επιθυμεί ο Steve Jobs θα αποτελέσει αδιανόητο κατόρθωμα. Για να το καταφέρει, πιστεύω πως το iPhone Rev.A θα ακολουθήσουν μια ή δύο αναβαθμίσεις μέσα στον επόμενο χρόνο. Αναβαθμίσεις που με βεβαιότητα θα προσθέσουν υποστήριξη για δίκτυα 3G, περισσότερη χωρητικότητα και — ίσως — επιπλέον εφαρμογές (εαν όχι κάποιο SDK). Προσωπική μου εκτίμηση είναι πως μάλλον γύρω στον Μάρτιο 2008 θα δούμε στα καταστήματα ένα σαφώς αξιολογότερο iPhone από αυτό που είδαμε μέχρι σήμερα, μια πραγματικά ανταγωνιστική συσκευή, όχι μόνον λόγω σχεδιασμού αλλά και δυνατότητων. Ίσως τότε το iPhone φτάσει πιο κοντά στο über-gadget που φανταζόμασταν παλαιότερα. Αλλά και να αποτύχει παντελώς ως συσκευή (κάτι ιδιαίτερα δύσκολο), ή δεν εξελιχθεί τεχνολογικά όπως αναμένεται από αυτό (κάτι επίσης δύσκολο, δεδομένου του ιστορικού της Apple, όμως παρ’όλα αυτά πιθανό), είναι βέβαιο πως ακόμη και πριν τη κυκλοφορία του το iPhone έχει ήδη κάνει ένα σημαντικό ‘dent’ στην αγορα των κινητών τηλεφώνων. Και στη τελική αυτό είναι καλό για όλους.