Λίγο μετά την δημοσίευση του προηγούμενου άρθρου μου, διάβασα στη Καθημερινή το τελευταίο άρθρο του Γιώργου Κουμάντου με τίτλο “Μια μεγάλη συμμαχία”.
Η θέση που παίρνει ο Κουμάντος στο άρθρο του είναι η εξής: οι συμμαχίες, και συγκεκριμένα οι συμμαχίες μεταξύ κομμάτων όπου οι βάσεις αυτών δεν είναι ιδιαίτερα γερές και οι οποίες συνάπτωνται από ανάγκη και σχετικά βιαστικά (αυτό που ονομάζει ‘μικρές συμμαχίες’), αναβάλουν την επίλυση μεγάλων προβλημάτων προς επιδείνωση τους και προτιμότερη λύση, σε περίπτωση έλλειψης αυτοδυναμίας του νικητή των εκλογών, αποτελεί η λύση νέων εκλογών.
Μερικοί από τους λόγους για τους οποίους ο Κουμάντος θεωρεί πως οι συμμαχίες αυτές δεν αποτελούν φρόνιμη λύση είναι αφ’ενός πως σπανίως έχουν καθαρή, ιδεολογική ή άλλη βάση — κάτι που υπονομεύει την αξία τους ως παράγοντας επίλυσης σημαντικών προβλημάτων — αλλά και ότι δεν δύναται, υπο το παρόν σύστημα, να σχηματιστούν συμμαχικές κυβερνήσεις με ‘καθαρά’ και ουσιαστικά κριτήρια, ούτε πριν αλλά ούτε και μετά τις εκλογές, στη πρώτη περίπτωση καθώς θα υπονόμευε την φαινομενική εκλογική δύναμη του κόμματος και στη δεύτερη καθώς ο χρόνος σχηματισμού κυβέρνησης δεν επιτρέπει ουσιαστικό διάλογο μεταξύ των κομμάτων. Όμως ο συγγραφέας προχωρά ένα βήμα παραπέρα. Αναγνωρίζωντας πως τα μεγάλα προβλήματα ξεπερνούν τα όρια του κομματισμού, δηλώνει πως κάποια προβλήματα επιβάλλουν συνολική (από την ολομέλεια), ή έστω πολυκομματική, λύση.
Κάποια από τα επιχειρήματα που παραθέτει ο Γιώργος Κουμάντος είναι εύστοχα. Όμως πέραν από τις κάποιες σημαντικές παρατηρήσείς του, θεωρώ πως η θέση του έχει εσφαλλμένη λογική βάση. Το πλέον επίμαχο σημείο, και αυτό το οποίο θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό, είναι η σύνδεση και μετέπειτα μεταπήδηση του από τα μειονεκτήματα των ‘μικρών’ κομματικών συμμαχιών στην ανάγκη ομόφωνης, εθνικής ή πολυκομματικής απόφασης σε περιπτώσεις βασικών εθνικών ζητημάτων.
Κι ενώ η κριτική που ασκεί στις ‘μικρές’ συμμαχίες στον βαθμό που προβάλλει τα μειονεκτήματά τους είναι ευπρόσδεκτη και αρκετά καλή, η μετέπειτα έμμεση συσχέτιση τους ως εμπόδιο στην λήψη υπερκομματικών, ομόφωνων ίσως αποφάσεων δε θα μπορούσε να με βρίσκει σύμφωνο.
Μια ‘συμμαχία’, οποιουδήποτε βάθους και ισχύος, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση καθολικά και απαραίτητα ανώτερη λύση. Κι εκεί έγκειται το βασικό πρόβλημα του συλλογισμου του: Οι μικρές συμμαχίες, όσο προβληματικές κι αν είναι, δεδομένου του ευρύτερου πολιτικού υπόβαθρού στη χώρα μας, είναι μάλλον άμεσα συνιφασμένες με μια πολυκομματική Βουλή. Ή, αντίστροφα, μια πολυκομματική Βουλή, αργά ή γρήγορα θα αποτελέσει έναυσμα για κομματικές συμμαχίες παντός τύπου.
Γιατί όμως είναι σημαντική μια πολυκομματική Βουλή και γιατί την αναφέρω; Στο δεύτερο σκέλος του άρθρου του, ο συγγραφέας καταπιάνεται με το ζήτημα αντιμετώπισης ‘εθνικών’ προβλημάτων και την ανάγκη υπερκομματικής προσέγγισης αυτών. Αν και με βρίσκει σύμφωνο, η θέση του είναι ασαφής σχετικά με το πως κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατό. Στα πλαίσια της Δημοκρατίας γενικότερα, αλλά και του πολιτεύματος της χώρας μας ειδικότερα, δε μπορώ να διακρίνω κάποια αλλαγή που θα επέτρεπε τη δημιουργία των συνθηκών ώστε να είναι δυνατή η επιθυμητή από τον Κουμάντο (κι εμένα) πολιτική ωριμότητα πέραν αυτής της ύπαρξης πολυφωνίας στη Βουλή σε συνδυασμό — πιθανόν — με θεσμοθετημένα ‘όργανα’ ικανά να καταρρίψουν την απόλυτη εξουσία του κυβερνώντος κόμματος. Κι εαν μια πολυκομματική Βουλή είναι η μοναδική λύση, και μια πολυκομματική Βουλή συνεπάγεται κομματικών συμμαχιών (με όλα τα προβλήματα που αυτοί συνεπάγωνται), τότε ας είναι.
Πολιτική Ωριμότητα…
Στο προηγούμενο μου άρθρο τόνισα την ανάγκη κατάτμησης της εξουσίας και διανομής της σε διαφορετικά όργανα προς όφελος της δημοκρατίας και της αυτορρύθμισης μέσω του ελέγχου των κυβερνώντων. Ο Κουμάντος, θαρρώ, πως ενώ συλλαμβάνει την ανάγκη, και προωθεί την υπερκομματική προσέγγιση — και απόδοση λύσης — στα βασικά προβλήματα του τόπου, φαίνεται να παραβλέπει τον τρόπο με τον οποίο θα φτάσουμε θεσμικά αλλά και ουσιαστικά στο σημείο όπου θα είναι δυνατή η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων όπως επιθυμεί, ενώ φαίνεται να μη λαμβάνει υπ’όψη του το πόσο μακριά βρισκόμαστε ως κοινωνία από το σημείο αυτό.
Η λύση που επιθυμεί ο Κουμάντος θέλει πολιτικούς σε πλήρη συμφωνία, την υπέρβαση του κομματικού οφέλους, την αναγνώριση της σημασίας και ανάγκης επιτάκτικής επίλυσης των σημαντικών προβλημάτων. Δυστυχώς, από την Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, ουδεμία φορά δε μπορώ να ανακαλέσω που να έχει χαρακτηρισθεί από την πολιτική ωριμότητα και καλλιέργεια που περιγράφει.
Το οποίο μας φέρνει πίσω στις συμμαχίες. Στα πλαίσια της δημοκρατίας και ελλείψει μιας ανεξάρτητης Γερουσίας, ενός ισχυρού Προέδρου ή άλλων δημοκρατικά εκλεγμένων αλλά συνάμα ακλόνητων από τις εκλογικές και κομματικές αναμετρήσεις οργάνων, πρακτικά ικανών να ενώσουν το έθνος προς τη λύση των σημαντικών ζητημάτων που το απασχολούν, δε βρίσκω άλλη λύση πέραν από αυτή της εξασθένισης της απόλυτης εξουσίας του κυβερνώντος κόμματος, της πολυφωνίας, του διαλόγου· ενός διαλόγου με νόημα, όχι μεταξύ του ισχυρού και του ανίσχυρου, αλλά μεταξύ ισχυρών νοήμωντων ανθρώπων. Ένας διάλογος που θα ελαχιστοποιεί την αξία του κόμματος και θα μεγιστοποιεί την αξία του ανθρώπου και της άποψης. Ένας διάλογος μέσω του οποίου, κάποτε ίσως δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επιτρέψουν την καλλιέργεια και ωριμότητα που περιγράφει ο Κουμάντος.
Η ικανότητα λήψεως αποφάσεων, ασχέτως κομματικών παραμέτρων είναι με βεβαιότητα απαραίτητη. Σε αυτό συμφωνώ απόλυτα με τον συγγραφέα. Η ύπαρξη θεσμικών οργάνων, ακλόνητων από τη περιοδικότητα των εκλογών, τις σκοπιμότητες, και τη κομματική βούληση ίσως να προσέφερε μια ουσιαστική λύση. Παρα ταύτα, ο μόνος θεμιτός τρόπος θέσπισης τέτοιων οργάνων — έστω και εικονικά — είναι η αυτορρύθμιση· “μόνιμες” επιτροπές ή μόνιμα όργανα με σημαντική ισχύ δεν είναι χαρακτηριστικά ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, έστω κι αν περιορίζονται σε συμβουλευτικό ρόλο. Οι λύσεις μιας “Γερουσίας” ή ενός “Προέδρου” ή των “Εθνικών Επιτροπών” ίσως γέμιζαν το κενό. Όμως δε προβλέπονται από το Σύνταγμα και (πρακτικά) δεν υφίστανται ως ενωτικές δυνάμεις υπεράνω των κομματικών περιορισμών.
Δεδομένης της πολιτικής κατάστασης στη χώρα μας και στα πλαίσια του πολιτεύματος, πιστεύω πως ο ταχύτερος δρόμος προς τη πολιτική ωρύμανση που θα επιτρέψει — ενδεχομένως — την υπερκομματική λήψη αποφάσεων εν’όψει βασικών προβλημάτων, όπως αυτή που περιγράφει ο Κουμάντος στο άρθρο του, είναι η σταδιακή αποδυνάμωση του δικομματισμού. Προς αυτή τη κατεύθυνση θεωρώ πως η μόνη λύση είναι η ύπαρξη μιας πολυκομματικής Βουλής. Και καθώς, δεδομένου του εκλογικού νόμου και του πολιτικού τοπίου της χώρας μας, η ύπαρξη μιας πολυκομματικής Βουλής είναι άμεσα συνυφασμένη με την εμφάνιση συμμαχικών κυβερνήσεων και ‘μικρών’ συμμαχιών, είμαι διατεθημένος να τη δεχθώ, έστω κι αν δε μου αρέσουν πολλά από τα προβλήματα που συνεπάγεται.
Με αυτό το σκεπτικό, βρίσκω παράλογο τον συσχετισμό του Κουμάντου και δε θα μπορούσα να διαφωνήσω περισσότερο μαζί του. Όχι ως “έμπειρος” πολιτικός ή ειδήμων του χώρου — τίποτε από τα δύο δεν είμαι — αλλά ως σκεπτόμενος, συχνά αρκετά “ονειροπόλος” πολίτης.